Tuesday, June 19, 2007
Τα «μεμονωμένα περιστατικά» και η αποθέωση της υποκρισίας
Σαϊγκόν, 1η Φεβρουαρίου 1968. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια ενός τηλεοπτικού συνεργείου του δικτύου NBC και του φωτογράφου του Associated Press, Eddie Adams, ο ίδιος ο αρχηγός της αστυνομίας του Νοτίου Βιετνάμ, στρατηγός Nguyen Ngoc Loan, εκτελεί πυροβολώντας εξ επαφής στο κεφάλι έναν συλληφθέντα Βιετκόνγκ.
Το συγκεκριμένο φονικό αποτυπώθηκε σε μια ιστορική φωτογραφία που έκανε το γύρο του κόσμου και μάλλον θα παραμείνει αξέχαστη για αιώνες. Παρά την καταγραφή της εκτέλεσης και σε φιλμ από το συνεργείο του NBC, στο ρεπορτάζ υπερίσχυσε η δύναμη της ασπρόμαυρης, ακίνητης φωτογραφίας. Για τη δουλειά του αυτή, που έγινε αμέσως σύμβολο του κινήματος κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, ο Addams κέρδισε το 1969 το σχετικό Βραβείο Πούλιτζερ και την αθανασία.
Μετά την ήτα των Αμερικανών, το 1975, ο στρατηγός Loan κατέφυγε στις ΗΠΑ. Ήταν τέτοια η αγανάκτηση της κοινής γνώμης για τη φαινομενικά εν ψυχρώ δολοφονία του ανήμπορου Βιετκόνγκ που, 23 χρόνια αργότερα, το 1991, όταν αποκαλύφθηκε ποιος ήταν ο ηλικιωμένος Ασιάτης εστιάτωρ που ζούσε ήσυχα στην πολιτεία της Βιρτζίνια, κάποιοι κόλλησαν στην εξώπορτα της πιτσαρίας του ένα χαρτί που έγραφε «ξέρουμε ποιος είσαι».
Και όμως δεν ήξεραν. Σύμφωνα με τα περισσότερα στοιχεία που προέκυψαν αμέσως μετά το συμβάν, ο εκτελεσθείς Βιετκόνγκ ονομαζόταν Nguyen Van Lem και είχε ηγηθεί ενός λόχου κομμουνιστών ανταρτών που κατάφερε να εισχωρήσει στη Σαϊγκόν κατά την θρυλική επίθεση Τετ. Βάσει τολμηρού σχεδίου ο συγκεκριμένος λόχος επέδραμε σε συνοικία αξιωματούχων του καθεστώτος των Νοτίων και απήγαγε τις συζύγους, τα παιδιά και άλλους συγγενείς μερικών υψηλόβαθμων αξιωματικών της αστυνομίας. Οι Βιετκόνγκ τους δολοφόνησαν όλους μαζί, λίγη ώρα πριν εμπλακούν σε μάχη με τις κυβερνητικές δυνάμεις. Οι νοτιοβιετναμέζοι στρατιώτες έσυραν τον συλληφθέντα επικεφαλής των δολοφόνων για να τον επιδείξουν στους Αμερικανούς δημοσιογράφους και να διαψεύσουν έτσι τη «ρετσινιά» ότι οι νοτιοβιετναμέζοι ήταν «άχρηστοι». Ο αρχηγός της αστυνομίας, που ήταν στους δρόμους συντονίζοντας την άμυνα στη διάρκεια των σφοδρών μαχών του Τετ, μόλις πληροφορήθηκε την ανακάλυψη τριαντατεσσάρων πτωμάτων γυναικών και παιδιών, δεμένων, διάτρητων από σφαίρες και πεταμένων σ’ ένα χαντάκι κοντά στο σημείο όπου συνελήφθη ο καπετάνιος των ανταρτών, αποφάσισε να αποδώσει αμέσως και προσωπικά, δικαιοσύνη. Να σημειωθεί ότι οι Βιετκόνγκ, σε αντίθεση με τον τακτικό κομμουνιστικό στρατό, φορούσαν πολιτικά, χωρίς κανένα διακριτικό που να τους θέτει, ως στρατιώτες, υπό την προστασία των Συνθηκών της Γενεύης.
Λένε ότι μια φωτογραφία αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Όχι όμως η συγκεκριμένη ιστορική φωτογραφία. Στην περίπτωση αυτή η εικόνα έδρασε ως λογοκριτής και εξουδετέρωσε πλήρως τη δεοντολογία που επίτασσε να αναφερθεί το πλήρες ρεπορτάζ. Αργότερα ο Eddie Adams δήλωσε δημόσια, γράφοντας στο περιοδικό Time, ότι μετάνιωσε για το κακό που άθελά του έκανε στο στρατηγό Nguyen Ngoc Loan, έναν αγνό Νότιο πατριώτη. Ο Addams παραδέχτηκε ότι μια φωτογραφία μπορεί να πει ψέματα ακόμα και χωρίς φωτομοντάζ.
Αυτό το συμβάν του βάρβαρου πολέμου στο Βιετνάμ, έχει κάποια θεμελιώδη στοιχεία κοινά με την υπόθεση του απωθητικού βίντεο με τον ξυλοδαρμό δύο κρατουμένων στο ΑΤ Ομονοίας, που με καθυστέρηση ενός χρόνου εμφανίστηκε ξαφνικά στη δημοσιότητα.
Πρώτα απ’ όλα, σε κάθε πόλεμο- και στη χώρα μας βρισκόμαστε σε πόλεμο με την εγκληματικότητα- δεν υπάρχουν μεμονωμένα περιστατικά. Ο πόλεμος τα έχει όλα. Και την τήρηση των κανόνων, και τις ακρότητες. Πόλεμος χωρίς ακρότητες δεν είναι πόλεμος. Είναι παιχνίδι.
Όσοι απαιτούν η «πολιτεία» να φέρεται «πολιτισμένα», αδιαλείπτως και ανεξαιρέτως, σε όλους τους εγκληματίες, δεν έχουν ιδέα από πόλεμο ή δεν ενδιαφέρονται ή δεν αντιλαμβάνονται, ή υποστηρίζουν την πλευρά των εγκληματιών. Δηλαδή τάσσονται κατά των στοιχειωδών θεσμών και κανόνων που ισχύουν στις συντεταγμένες κοινωνίες για να προστατεύουν τους πολίτες από τη βία και το φόβο. Υπάρχουν ομάδες ανθρώπων που υποστηρίζουν δημόσια την εξουσία του φόβου, αντί της εξουσίας του κατεστημένου. Η σκληρή πραγματικότητα όντως τους οπλίζει αυτούς, με πληθώρα επιχειρημάτων αλλά και δικαιολογιών για τη βία που ασκούν. Θα πρέπει όμως κάποτε και οι αντιεξουσιαστές να αναγνωρίσουν ότι ο δικός τους αγώνας κατά του συμβατικού κράτους δεν έχει καμία σχέση με τη δράση των εγκληματιών του κοινού ποινικού δικαίου. Οι δεύτεροι ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τον ατομικό τους πλουτισμό, άκοπα και εις βάρος όλων των άλλων. Το «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» εξυπηρετεί μόνο το κοινό έγκλημα. Όταν μάλιστα αυτό οργανώνεται και αναλαμβάνει τον έλεγχο του κράτους, η καταστολή απάντων των άλλων δεν έχει όρια.
Η βοή που ξεσηκώθηκε κατά των «βασανιστών» του ΑΤ Ομονοίας ήταν δικαιολογημένη, για την καταγραφή της βιαιότητας σε βίντεο, ήταν όμως και βιαστική αλλά και εξόχως υποκριτική. Είναι πολύ εύκολο για τον καθένα να καταδικάζει εκ του μακρόθεν και μάλιστα, λόγω των εξαρτημένων ανακλαστικών του, να ξεχνάει ακόμα και τον τρόπο που ο ίδιος βιώνει την καθημερινότητά. Υπάρχει κάποιος που κοιμάται, κινείται, οδηγεί, στέλνει τα παιδιά του στο σχολείο, εργάζεται, ψωνίζει, διασκεδάζει, ζει γενικότερα, χωρίς τον υποσυνείδητο φόβο ότι απειλείται από το έγκλημα; Εκατομμύρια συμπολίτες μας, ηλικιωμένοι, γυναίκες, παιδιά, καταστηματάρχες, ένοικοι σπιτιών και διαμερισμάτων, δεν φοβούνται απλώς, τρέμουν με τη μόνιμη σκέψη ότι απειλούνται από τον άγνωστο μεν, πιθανότατο δε, εγκληματία.
Ζωή εν φόβω. Σε μια τέτοια ζωή, πόσα από τα θεμελιώδη ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα καταπατούνται; Όλα. Είναι λοιπόν μέγα παράδοξο που οι φοβισμένοι σπεύδουν άμεσα και μαζικά να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους σ’ αυτούς που φοβούνται, γιατί κάποιοι «μεμονωμένοι», «επίορκοι», κλπ, κλπ, αστυνομικοί τους κακοποίησαν.
Έχει ποτέ καταγραφεί παρόμοια μαζική συμπαράσταση, από κυβέρνηση, αντιπολίτευση, ΜΜΕ και κοινή γνώμη, για κάποιο από τα χιλιάδες θύματα όχι των δολοφόνων αλλά έστω των απλών «τσαντάκηδων»; Οι χιλιάδες γυναίκες που οι νεαροί σέρνουν στους δρόμους, που τους σπάνε τα χέρια, τα πόδια, τα πλευρά, που τους εξαρθρώνουν τους ώμους, που τους προκαλούν βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, που τις μαχαιρώνουν για να τους αφαιρέσουν τις τσάντες, ποια συμπαράσταση γνωρίζουν από την κοινωνία; Τα παιδιά που γρονθοκοπούνται και μαχαιρώνονται για λίγα ψιλά ή για τα ρούχα και τα κινητά τους, γιατί δεν τα λυπούνται εξίσου;
Αλλά η υποκρισία όλων εκτοξεύεται στο απόγειό της όταν γίνεται επίκληση του «πολιτισμού». Κοροϊδευόμαστε θρασύτατα. Ποιού «πολιτισμού»;!
Οι Έλληνες είναι παγκοσμίως γνωστοί για την αγένειά τους. Οι Ελληνικές πόλεις για τη βρώμα και την οικιστική τους ασχήμια. Είμαστε μια άναρχη κοινωνία, αμαθείς, ακαλλιέργητοι, άπληστοι και κακόγουστοι. Δυό-τρεις συνθέτες, δυο ποιητές, άλλοι τόσοι σκηνοθέτες και συγγραφείς και ο ένας και μοναδικός Δημήτρης Παπαϊωάννου, είναι εξαιρέσεις. Δεν αρκούν αυτοί για να υποκριθούμε τους «πολιτισμένους». Η πολιτιστική μας κληρονομιά μας ανήκει συμπτωματικά αφού οι σύγχρονοι Έλληνες δεν είμαστε οι δημιουργοί της. Ούτε είναι σοβαρό να διεκδικούμε εύσημα για το φυσικό κάλος της πατρίδας μας. Δεν είναι δικό μας έργο αλλά της φύσης. Όλη δική μας είναι μόνο η ευθύνη για τις καταστροφές που του επιφέρουμε.
Πριν λοιπόν σπεύσουμε να καταδικάσουμε και να αναθεματίσουμε και να αγανακτήσουμε με την κάθε «είδηση» που τα ΜΜΕ σπεύδουν να μας πουλήσουν, θα πρέπει πάντα να στοχαζόμαστε. Να αναρωτιόμαστε και να αμφισβητούμε αν η εικόνα που βλέπουμε τα αποκαλύπτει όλα, και αν οι πεφωτισμένοι «αναλυτές» τα ξέρουν όλα και αν αυτά είναι όλα. Γιατί ποτέ δεν είναι.
Το συγκεκριμένο φονικό αποτυπώθηκε σε μια ιστορική φωτογραφία που έκανε το γύρο του κόσμου και μάλλον θα παραμείνει αξέχαστη για αιώνες. Παρά την καταγραφή της εκτέλεσης και σε φιλμ από το συνεργείο του NBC, στο ρεπορτάζ υπερίσχυσε η δύναμη της ασπρόμαυρης, ακίνητης φωτογραφίας. Για τη δουλειά του αυτή, που έγινε αμέσως σύμβολο του κινήματος κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, ο Addams κέρδισε το 1969 το σχετικό Βραβείο Πούλιτζερ και την αθανασία.
Μετά την ήτα των Αμερικανών, το 1975, ο στρατηγός Loan κατέφυγε στις ΗΠΑ. Ήταν τέτοια η αγανάκτηση της κοινής γνώμης για τη φαινομενικά εν ψυχρώ δολοφονία του ανήμπορου Βιετκόνγκ που, 23 χρόνια αργότερα, το 1991, όταν αποκαλύφθηκε ποιος ήταν ο ηλικιωμένος Ασιάτης εστιάτωρ που ζούσε ήσυχα στην πολιτεία της Βιρτζίνια, κάποιοι κόλλησαν στην εξώπορτα της πιτσαρίας του ένα χαρτί που έγραφε «ξέρουμε ποιος είσαι».
Και όμως δεν ήξεραν. Σύμφωνα με τα περισσότερα στοιχεία που προέκυψαν αμέσως μετά το συμβάν, ο εκτελεσθείς Βιετκόνγκ ονομαζόταν Nguyen Van Lem και είχε ηγηθεί ενός λόχου κομμουνιστών ανταρτών που κατάφερε να εισχωρήσει στη Σαϊγκόν κατά την θρυλική επίθεση Τετ. Βάσει τολμηρού σχεδίου ο συγκεκριμένος λόχος επέδραμε σε συνοικία αξιωματούχων του καθεστώτος των Νοτίων και απήγαγε τις συζύγους, τα παιδιά και άλλους συγγενείς μερικών υψηλόβαθμων αξιωματικών της αστυνομίας. Οι Βιετκόνγκ τους δολοφόνησαν όλους μαζί, λίγη ώρα πριν εμπλακούν σε μάχη με τις κυβερνητικές δυνάμεις. Οι νοτιοβιετναμέζοι στρατιώτες έσυραν τον συλληφθέντα επικεφαλής των δολοφόνων για να τον επιδείξουν στους Αμερικανούς δημοσιογράφους και να διαψεύσουν έτσι τη «ρετσινιά» ότι οι νοτιοβιετναμέζοι ήταν «άχρηστοι». Ο αρχηγός της αστυνομίας, που ήταν στους δρόμους συντονίζοντας την άμυνα στη διάρκεια των σφοδρών μαχών του Τετ, μόλις πληροφορήθηκε την ανακάλυψη τριαντατεσσάρων πτωμάτων γυναικών και παιδιών, δεμένων, διάτρητων από σφαίρες και πεταμένων σ’ ένα χαντάκι κοντά στο σημείο όπου συνελήφθη ο καπετάνιος των ανταρτών, αποφάσισε να αποδώσει αμέσως και προσωπικά, δικαιοσύνη. Να σημειωθεί ότι οι Βιετκόνγκ, σε αντίθεση με τον τακτικό κομμουνιστικό στρατό, φορούσαν πολιτικά, χωρίς κανένα διακριτικό που να τους θέτει, ως στρατιώτες, υπό την προστασία των Συνθηκών της Γενεύης.
Λένε ότι μια φωτογραφία αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Όχι όμως η συγκεκριμένη ιστορική φωτογραφία. Στην περίπτωση αυτή η εικόνα έδρασε ως λογοκριτής και εξουδετέρωσε πλήρως τη δεοντολογία που επίτασσε να αναφερθεί το πλήρες ρεπορτάζ. Αργότερα ο Eddie Adams δήλωσε δημόσια, γράφοντας στο περιοδικό Time, ότι μετάνιωσε για το κακό που άθελά του έκανε στο στρατηγό Nguyen Ngoc Loan, έναν αγνό Νότιο πατριώτη. Ο Addams παραδέχτηκε ότι μια φωτογραφία μπορεί να πει ψέματα ακόμα και χωρίς φωτομοντάζ.
Αυτό το συμβάν του βάρβαρου πολέμου στο Βιετνάμ, έχει κάποια θεμελιώδη στοιχεία κοινά με την υπόθεση του απωθητικού βίντεο με τον ξυλοδαρμό δύο κρατουμένων στο ΑΤ Ομονοίας, που με καθυστέρηση ενός χρόνου εμφανίστηκε ξαφνικά στη δημοσιότητα.
Πρώτα απ’ όλα, σε κάθε πόλεμο- και στη χώρα μας βρισκόμαστε σε πόλεμο με την εγκληματικότητα- δεν υπάρχουν μεμονωμένα περιστατικά. Ο πόλεμος τα έχει όλα. Και την τήρηση των κανόνων, και τις ακρότητες. Πόλεμος χωρίς ακρότητες δεν είναι πόλεμος. Είναι παιχνίδι.
Όσοι απαιτούν η «πολιτεία» να φέρεται «πολιτισμένα», αδιαλείπτως και ανεξαιρέτως, σε όλους τους εγκληματίες, δεν έχουν ιδέα από πόλεμο ή δεν ενδιαφέρονται ή δεν αντιλαμβάνονται, ή υποστηρίζουν την πλευρά των εγκληματιών. Δηλαδή τάσσονται κατά των στοιχειωδών θεσμών και κανόνων που ισχύουν στις συντεταγμένες κοινωνίες για να προστατεύουν τους πολίτες από τη βία και το φόβο. Υπάρχουν ομάδες ανθρώπων που υποστηρίζουν δημόσια την εξουσία του φόβου, αντί της εξουσίας του κατεστημένου. Η σκληρή πραγματικότητα όντως τους οπλίζει αυτούς, με πληθώρα επιχειρημάτων αλλά και δικαιολογιών για τη βία που ασκούν. Θα πρέπει όμως κάποτε και οι αντιεξουσιαστές να αναγνωρίσουν ότι ο δικός τους αγώνας κατά του συμβατικού κράτους δεν έχει καμία σχέση με τη δράση των εγκληματιών του κοινού ποινικού δικαίου. Οι δεύτεροι ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τον ατομικό τους πλουτισμό, άκοπα και εις βάρος όλων των άλλων. Το «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» εξυπηρετεί μόνο το κοινό έγκλημα. Όταν μάλιστα αυτό οργανώνεται και αναλαμβάνει τον έλεγχο του κράτους, η καταστολή απάντων των άλλων δεν έχει όρια.
Η βοή που ξεσηκώθηκε κατά των «βασανιστών» του ΑΤ Ομονοίας ήταν δικαιολογημένη, για την καταγραφή της βιαιότητας σε βίντεο, ήταν όμως και βιαστική αλλά και εξόχως υποκριτική. Είναι πολύ εύκολο για τον καθένα να καταδικάζει εκ του μακρόθεν και μάλιστα, λόγω των εξαρτημένων ανακλαστικών του, να ξεχνάει ακόμα και τον τρόπο που ο ίδιος βιώνει την καθημερινότητά. Υπάρχει κάποιος που κοιμάται, κινείται, οδηγεί, στέλνει τα παιδιά του στο σχολείο, εργάζεται, ψωνίζει, διασκεδάζει, ζει γενικότερα, χωρίς τον υποσυνείδητο φόβο ότι απειλείται από το έγκλημα; Εκατομμύρια συμπολίτες μας, ηλικιωμένοι, γυναίκες, παιδιά, καταστηματάρχες, ένοικοι σπιτιών και διαμερισμάτων, δεν φοβούνται απλώς, τρέμουν με τη μόνιμη σκέψη ότι απειλούνται από τον άγνωστο μεν, πιθανότατο δε, εγκληματία.
Ζωή εν φόβω. Σε μια τέτοια ζωή, πόσα από τα θεμελιώδη ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα καταπατούνται; Όλα. Είναι λοιπόν μέγα παράδοξο που οι φοβισμένοι σπεύδουν άμεσα και μαζικά να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους σ’ αυτούς που φοβούνται, γιατί κάποιοι «μεμονωμένοι», «επίορκοι», κλπ, κλπ, αστυνομικοί τους κακοποίησαν.
Έχει ποτέ καταγραφεί παρόμοια μαζική συμπαράσταση, από κυβέρνηση, αντιπολίτευση, ΜΜΕ και κοινή γνώμη, για κάποιο από τα χιλιάδες θύματα όχι των δολοφόνων αλλά έστω των απλών «τσαντάκηδων»; Οι χιλιάδες γυναίκες που οι νεαροί σέρνουν στους δρόμους, που τους σπάνε τα χέρια, τα πόδια, τα πλευρά, που τους εξαρθρώνουν τους ώμους, που τους προκαλούν βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, που τις μαχαιρώνουν για να τους αφαιρέσουν τις τσάντες, ποια συμπαράσταση γνωρίζουν από την κοινωνία; Τα παιδιά που γρονθοκοπούνται και μαχαιρώνονται για λίγα ψιλά ή για τα ρούχα και τα κινητά τους, γιατί δεν τα λυπούνται εξίσου;
Αλλά η υποκρισία όλων εκτοξεύεται στο απόγειό της όταν γίνεται επίκληση του «πολιτισμού». Κοροϊδευόμαστε θρασύτατα. Ποιού «πολιτισμού»;!
Οι Έλληνες είναι παγκοσμίως γνωστοί για την αγένειά τους. Οι Ελληνικές πόλεις για τη βρώμα και την οικιστική τους ασχήμια. Είμαστε μια άναρχη κοινωνία, αμαθείς, ακαλλιέργητοι, άπληστοι και κακόγουστοι. Δυό-τρεις συνθέτες, δυο ποιητές, άλλοι τόσοι σκηνοθέτες και συγγραφείς και ο ένας και μοναδικός Δημήτρης Παπαϊωάννου, είναι εξαιρέσεις. Δεν αρκούν αυτοί για να υποκριθούμε τους «πολιτισμένους». Η πολιτιστική μας κληρονομιά μας ανήκει συμπτωματικά αφού οι σύγχρονοι Έλληνες δεν είμαστε οι δημιουργοί της. Ούτε είναι σοβαρό να διεκδικούμε εύσημα για το φυσικό κάλος της πατρίδας μας. Δεν είναι δικό μας έργο αλλά της φύσης. Όλη δική μας είναι μόνο η ευθύνη για τις καταστροφές που του επιφέρουμε.
Πριν λοιπόν σπεύσουμε να καταδικάσουμε και να αναθεματίσουμε και να αγανακτήσουμε με την κάθε «είδηση» που τα ΜΜΕ σπεύδουν να μας πουλήσουν, θα πρέπει πάντα να στοχαζόμαστε. Να αναρωτιόμαστε και να αμφισβητούμε αν η εικόνα που βλέπουμε τα αποκαλύπτει όλα, και αν οι πεφωτισμένοι «αναλυτές» τα ξέρουν όλα και αν αυτά είναι όλα. Γιατί ποτέ δεν είναι.