Thursday, May 17, 2007
Λες κι ήταν ψέματα
Ιούνιος 2000
Καιρό τώρα ήθελα να σου γράψω
ένα γράμμα ερωτικό
τρυφερό
μοναδικό.
Ένα μεσημέρι να το βρεις
απρόσμενο,
και να χαρείς,
να μη φοβηθείς
να το κρατήσεις στα χέρια σου,
να ανυπομονείς.
Πόσο θα ’θελα να ήσουν εδώ
στο δωμάτιο αυτό,
να μου ψιθυρίζεις
λόγια που αγαπώ.
Πόσο θα ’θελα να ήσουν κοντά μου
στην αγκαλιά μου,
σαν ψέματα…
Πόσο θα ’θελα τα χέρια σου
να τα κοιτάω αντί να πονάω.
Πόσο θα ’θελα να τα ξαναδώ
να ψάχνουν στο πλυντήριο
για ξεχασμένα ρούχα.
Να σπρώχνουν νωχελικά το νερό
όταν κολυμπάς.
Πόσο θα ’θελα να τα ξαναδώ
να βεβαιωθώ
ότι δεν ήταν ψέματα.
Πόσο θα ’θελα να ξανανοίξεις
το τάβλι
Να με κοιτάς
να μ’ ερευνάς
να με νικάς
και να μου λες
ψέματα…
Πόσο, μα πόσο θα ’θελα
να ήμουν μπροστά όταν ντύνεσαι
και υποκρίνεσαι.
Όταν βάφεσαι και φτιάχνεσαι
και δεν ενδιαφέρεσαι
και χαίρεσαι
που φεύγεις…
Πόσο θα ’θελα να γυρίσεις
άλλη μια φορά.
Πόσο θα ’θελα να σε ξαναδώ
από μακριά,
να φοράς τη μπλε σου πανταλόνα
κι ένα λευκό μπλουζάκι,
να μου χαμογελάς
και να μου στέλνεις φιλάκι
και να μ’ αγγίζεις
και να μου υπόσχεσαι απόγευμα ερωτικό.
Μην είναι ψέματα..;
Πόσο θα ’θελα να σε ξαναδώ
ένα δειλινό
στο Φάληρο.
Να κρατάω το κορμί σου
να χαϊδεύω τα μαλλιά σου
να φιλώ τα χέρια σου
να δαγκώνω απαλά το λαιμό σου
ν’ ακούω ψέματα.
Μα πόσο θα ’θελα να προσμένω
γυρνώντας βράδυ
ότι με περιμένεις
να μου ανοίξεις
να με τυλίξεις
να μου κάνεις έρωτα ενώ κοιμάμαι.
Το είπες ψέματα…
Πόσο θα ’θελα
ακόμα ένα δικό σου καλοκαίρι
στο σπίτι μας γυμνόστηθη
να βλέπω το κορμί σου
να κάθεσαι
να στέκεσαι
να ξαπλώνεις
να θυμώνεις.
Πόσο θα ’θελα να μου ξαναθυμώσεις
γιατί πίστεψα
ότι είπες ψέματα.
Πόσο θα ’θελα
να πάμε σ’ ένα ταβερνάκι
να μου πεις για τον παππού
να μαλακώσει η ματιά σου
ν’ ακούσω τις απιστίες της μαμάς σου
Να μ’ ανοιχτείς,
να μ’ εμπιστευτείς
όπως εγώ,
όταν μου έλεγες ψέματα.
Πόσο θα ’θελα
να ήσουν δίπλα μου όταν οδηγώ
Να σε φιλώ
να σε κρατώ
να σε αγγίζω.
Να τρίβεις τα πόδια σου στο χέρι μου
όταν αλλάζω ταχύτητα.
Γυρνούσαμε από το Σούνιο
το θυμάμαι,
σαν ψέματα…
Πόσο θα ’θελα να γυρίσεις
χωρίς να ρωτήσεις,
να με εκπλήξεις.
Να προσπαθήσεις ξανά
να μ’ αγαπάς πραγματικά
να με λατρέψεις και να μαζέψεις
τα κομμάτια μου.
Να γίνω καλά…
Πόσο θα ’θελα όταν έφυγες,
να είχα κρατηθεί
να είχα αντισταθεί
να μην είχα τρελαθεί
ή έστω,
να υποκρινόμουν,
όπως κι εσύ.
Πόσο θα ’θελα να ήταν ψέματα όλα αυτά
να μην το νοιώθω κάθε φορά
που κάποιος άλλος…
Πόσο θα ’θελα να μη σκέφτομαι
να μη φαντάζομαι
να μην περιμένω
να μην είχα ταπεινωθεί
να είχα εκτιμηθεί,
αγαπηθεί…
Μόνο να ’ξερες πόσο θα ’θελα
να είχαμε παντρευτεί
σ’ ένα μικρό νησάκι
σ’ ένα άσπρο εκκλησάκι
να φορούσες γαλάζιο φουστανάκι
και κορδέλα στα μαλλιά.
Τώρα δεν ξέρω
πως είναι τα μαλλιά σου
ποιόν κρατάς στην αγκαλιά σου
αν έχεις δουλειά
αν είσαι καλά.
Πόσο θα ’θελα
να ξέρω για όλα αυτά.
Πόσο θα ’θελα να πω στον εαυτό μου
πάει, πέρασε,
δεν πονάς πια.
Θα ήταν ψέματα…
__________________________________________________________________________
Σσ: Άνοιξα τις προάλλες ένα ντουλάπι και κάπου μέσα απ' το σκοτάδι μου 'ρθαν κάποια σκόρπια φύλλα χαρτί. Χειρόγραφο. Το ξαναδιάβασα, λες και τόχε γράψει κάποιος ξένος. Λένε ότι ο χρόνος τα γιατρεύει όλα. Ε, όλο και κάποιο κουσούρι απομένει!
Καιρό τώρα ήθελα να σου γράψω
ένα γράμμα ερωτικό
τρυφερό
μοναδικό.
Ένα μεσημέρι να το βρεις
απρόσμενο,
και να χαρείς,
να μη φοβηθείς
να το κρατήσεις στα χέρια σου,
να ανυπομονείς.
Πόσο θα ’θελα να ήσουν εδώ
στο δωμάτιο αυτό,
να μου ψιθυρίζεις
λόγια που αγαπώ.
Πόσο θα ’θελα να ήσουν κοντά μου
στην αγκαλιά μου,
σαν ψέματα…
Πόσο θα ’θελα τα χέρια σου
να τα κοιτάω αντί να πονάω.
Πόσο θα ’θελα να τα ξαναδώ
να ψάχνουν στο πλυντήριο
για ξεχασμένα ρούχα.
Να σπρώχνουν νωχελικά το νερό
όταν κολυμπάς.
Πόσο θα ’θελα να τα ξαναδώ
να βεβαιωθώ
ότι δεν ήταν ψέματα.
Πόσο θα ’θελα να ξανανοίξεις
το τάβλι
Να με κοιτάς
να μ’ ερευνάς
να με νικάς
και να μου λες
ψέματα…
Πόσο, μα πόσο θα ’θελα
να ήμουν μπροστά όταν ντύνεσαι
και υποκρίνεσαι.
Όταν βάφεσαι και φτιάχνεσαι
και δεν ενδιαφέρεσαι
και χαίρεσαι
που φεύγεις…
Πόσο θα ’θελα να γυρίσεις
άλλη μια φορά.
Πόσο θα ’θελα να σε ξαναδώ
από μακριά,
να φοράς τη μπλε σου πανταλόνα
κι ένα λευκό μπλουζάκι,
να μου χαμογελάς
και να μου στέλνεις φιλάκι
και να μ’ αγγίζεις
και να μου υπόσχεσαι απόγευμα ερωτικό.
Μην είναι ψέματα..;
Πόσο θα ’θελα να σε ξαναδώ
ένα δειλινό
στο Φάληρο.
Να κρατάω το κορμί σου
να χαϊδεύω τα μαλλιά σου
να φιλώ τα χέρια σου
να δαγκώνω απαλά το λαιμό σου
ν’ ακούω ψέματα.
Μα πόσο θα ’θελα να προσμένω
γυρνώντας βράδυ
ότι με περιμένεις
να μου ανοίξεις
να με τυλίξεις
να μου κάνεις έρωτα ενώ κοιμάμαι.
Το είπες ψέματα…
Πόσο θα ’θελα
ακόμα ένα δικό σου καλοκαίρι
στο σπίτι μας γυμνόστηθη
να βλέπω το κορμί σου
να κάθεσαι
να στέκεσαι
να ξαπλώνεις
να θυμώνεις.
Πόσο θα ’θελα να μου ξαναθυμώσεις
γιατί πίστεψα
ότι είπες ψέματα.
Πόσο θα ’θελα
να πάμε σ’ ένα ταβερνάκι
να μου πεις για τον παππού
να μαλακώσει η ματιά σου
ν’ ακούσω τις απιστίες της μαμάς σου
Να μ’ ανοιχτείς,
να μ’ εμπιστευτείς
όπως εγώ,
όταν μου έλεγες ψέματα.
Πόσο θα ’θελα
να ήσουν δίπλα μου όταν οδηγώ
Να σε φιλώ
να σε κρατώ
να σε αγγίζω.
Να τρίβεις τα πόδια σου στο χέρι μου
όταν αλλάζω ταχύτητα.
Γυρνούσαμε από το Σούνιο
το θυμάμαι,
σαν ψέματα…
Πόσο θα ’θελα να γυρίσεις
χωρίς να ρωτήσεις,
να με εκπλήξεις.
Να προσπαθήσεις ξανά
να μ’ αγαπάς πραγματικά
να με λατρέψεις και να μαζέψεις
τα κομμάτια μου.
Να γίνω καλά…
Πόσο θα ’θελα όταν έφυγες,
να είχα κρατηθεί
να είχα αντισταθεί
να μην είχα τρελαθεί
ή έστω,
να υποκρινόμουν,
όπως κι εσύ.
Πόσο θα ’θελα να ήταν ψέματα όλα αυτά
να μην το νοιώθω κάθε φορά
που κάποιος άλλος…
Πόσο θα ’θελα να μη σκέφτομαι
να μη φαντάζομαι
να μην περιμένω
να μην είχα ταπεινωθεί
να είχα εκτιμηθεί,
αγαπηθεί…
Μόνο να ’ξερες πόσο θα ’θελα
να είχαμε παντρευτεί
σ’ ένα μικρό νησάκι
σ’ ένα άσπρο εκκλησάκι
να φορούσες γαλάζιο φουστανάκι
και κορδέλα στα μαλλιά.
Τώρα δεν ξέρω
πως είναι τα μαλλιά σου
ποιόν κρατάς στην αγκαλιά σου
αν έχεις δουλειά
αν είσαι καλά.
Πόσο θα ’θελα
να ξέρω για όλα αυτά.
Πόσο θα ’θελα να πω στον εαυτό μου
πάει, πέρασε,
δεν πονάς πια.
Θα ήταν ψέματα…
__________________________________________________________________________
Σσ: Άνοιξα τις προάλλες ένα ντουλάπι και κάπου μέσα απ' το σκοτάδι μου 'ρθαν κάποια σκόρπια φύλλα χαρτί. Χειρόγραφο. Το ξαναδιάβασα, λες και τόχε γράψει κάποιος ξένος. Λένε ότι ο χρόνος τα γιατρεύει όλα. Ε, όλο και κάποιο κουσούρι απομένει!