Wednesday, May 31, 2006
Justice through superior firepower, III
Ο διαχωρισμός των Ελληνοτουρκικών διαφορών από την Τουρκική επιθετικότητα κατά της Κύπρου φαίνεται εκ των υστέρων ότι αποτέλεσε «κρυφή ατζέντα» των κυβερνήσεων Σημίτη. Η στρατηγική Σημίτη να οδηγήσει την Ελλάδα βαθύτερα στην Ενωμένη Ευρώπη (ΟΝΕ, Ευρωσύνταγμα), να παλέψει για την αποδοχή της Κύπρου ως ισότιμου μέλους της ΕΕ, να παραπέμψει επιλεκτικά κάποια από τα Ελληνοτουρκικά προβλήματα στη Χάγη, να προωθήσει το Σχέδιο Ανάν και να στηρίξει λίγο-πολύ άνευ όρων την «Ευρωπαϊκή προοπτική» της Τουρκίας, σκιαγραφεί ένα συγκεκριμένο δόγμα στην Ελληνική εξωτερική πολιτική. Επιχείρησε ο κ. Σημίτης να θέσει τα θεμέλια ώστε να απαλλαγεί επιτέλους η χώρα από το πνιγηρό κόστος της Τουρκικής απειλής, που το υφίσταται από γεννήσεως του νεότερου Ελληνικού κράτους, αποδεχόμενος συγκεκριμένα αρνητικά για την Ελλάδα και την Κύπρο δεδομένα και εγκαταλείποντας ουτοπικές, ενδεχομένως, θεωρήσεις για το μέλλον. Τα θεμέλια πράγματι τα έθεσε ο πρώην πρωθυπουργός και η διάδοχη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνεχίζει επ’ αυτών. Η αρχή (principal) της πολιτικής Σημίτη παραμένει ατόφια και κατά κάποιο τρόπο ανά χρονικά διαστήματα πράγματι κινείται με τον… αυτόματο πιλότο, γιατί έτσι σχεδιάστηκε.
Η παρένθεση Μολυβιάτη στο ΥπΕξ υπηρέτησε την ανάγκη της υπεύθυνης κάλυψης του νευραλγικού πόστου από άνθρωπο με κορυφαίες γνώσεις, πείρα και αποδοχή, μετά από 11 χρόνια απουσίας της Δεξιάς από την εξουσία. Η περίοδος Μολυβιάτη συνέπεσε με το Κυπριακό δημοψήφισμα και την λήψη ημερομηνίας έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων από την Άγκυρα, δύο κρίσιμων γεγονότων για την εξέλιξη του πλαισίου των Ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά άσχετων με την ουσία των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών. Επί της ουσίας ο κ. Μολυβιάτης προτίμησε το σίγουρο δόγμα «if it works, don’t fix it». Η Ελλάδα έχει, κατά κάποιο τρόπο, μάθει να ζει με τις Τουρκικές προκλήσεις και έχει περάσει στη διεθνή κοινότητα (πλην των υπερδυνάμεων) ότι το Αιγαίο είναι περισσότερο Ελληνικό παρά Τουρκικό. Αυτό κατέδειξαν τα πολύ πρόσφατα γεγονότα του Γερμανικού ερευνητικού σκάφους Poseidon αλλά και η αποκλειστική αναφορά του Φιλιπινέζου πλοιάρχου προς το θάλαμο επιχειρήσεων του Ελληνικού ΥΕΝ, αμέσως μετά τη σύγκρουση των F-16 πάνω από διεθνή ύδατα. Το ότι υπάρχουν διεθνείς συνθήκες που τα κανονίζουν όλα αυτά ουδόλως απασχολεί τους Τούρκους που ακούραστα επιχειρούν να καταργήσουν τα γραπτά και υπογεγραμμένα με αντίθετες πρακτικές που θέλουν εκείνοι.
Η θορυβώδης έλευση της κας Μπακογιάννη στη Βας. Σοφίας δεν υπήρχε περίπτωση να ακολουθήσει τη συγκρατημένη, συντηρητική στάση του προκατόχου της ο οποίος είχε και κλονισμένη υγεία αλλά και μεγάλη ηλικία. Η κα Μπακογιάννη είναι πρωθυπουργός εν αναμονή, όχι μόνο υπουργός Εξωτερικών. Αυτή η πραγματικότητα έχει μεγάλη σημασία καθώς σε μερικά χρόνια θα παλέψει για την εξουσία είτε με έναν αντίπαλο «πρίγκιπα» της πολιτικής, ή με κάποιον άλλο ακόμα δυσκολότερο ανταγωνιστή, που θα έχει ξεπροβάλλει από τα συντρίμμια του ΠΑΣΟΚ και θα είναι ανελέητος. Ο Έλληνας πολίτης πάντως πρέπει να είναι σίγουρος ότι παρά τον θόρυβο στη βιτρίνα, οι επαγγελματίες του Ελληνικού ΥπΕξ εργάζονται υπεύθυνα και μεθοδικά, στη σκιά των φαφλατάδων αιρετών ηγεσιών τους και παρά τα ασφυκτικά όρια των κομματικών προδιαγραφών. Ο όποιος θόρυβος δημιουργείται, οι όποιες προτάσεις τίθενται δημόσια και γίνονται αμέσως αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους εμπόρους της τηλεθέασης, δεν αγγίζουν τα πραγματικά δεδομένα τα οποία καμία από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές δεν ελέγχει εξ ολοκλήρου.
Η ιδέα Σημίτη, που τη στήριξε και ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κ. Στεφανόπουλος, έτσι όπως τώρα μπορούμε να την κρίνουμε, αποσκοπούσε στο να εγκλωβίσει την Άγκυρα στο δυσκολότερο δυνατό στίβο μάχης και εν πολλοίς το πέτυχε. Με ωμά λόγια, η τρέχουσα Ελληνική πολιτική είναι να εκβιαστεί η Τουρκία, με παράλληλη όμως κατευναστική (υποχωρητική) τακτική από μέρους μας στις άνευ ουσίας καθημερινές τριβές των δύο ανήσυχων γειτόνων. Εν τω μεταξύ, η οικονομική καχεξία και των δύο χωρών και η περιφερειακή αστάθεια, παράγοντες που δεν ελέγχονται, ανεβάζουν κατακόρυφα το βαθμό δυσκολίας του εγχειρήματος και το απρόβλεπτο των εξελίξεων. Αυτό όμως που προκαλεί την κόπωση, απογοήτευση και αγανάκτηση της κοινής γνώμης, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, είναι η ξεδιάντροπη εκμετάλλευση των λεγόμενων εθνικών θεμάτων για μικροκομματικούς λόγους. Ο αδιάκοπος ανένδοτος πόλεμος στις τάξεις της πολιτικής ολιγαρχίας του τόπου δεν έχει όρια, δεν γνωρίζει κανόνες και δεν αποδέχεται ευθύνες. Τυφλός στόχος είναι η κατάκτηση της εξουσίας για ιδιοτελή ικανοποίηση.
Εκτός από κουραστικό και αποπροσανατολιστικό, το πεισματικό κομματικό πατρονάρισμα των Ελληνοτουρκικών εκθέτει τη χώρα μας διεθνώς και, το χειρότερο, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ολέθρια λάθη. Τον τελευταίο χρόνο τα ατυχήματα στις ένοπλες δυνάμεις και οι θρασύτατες βομβιστικές ενέργειες αποκάλυψαν πόσο βαθειά έχει φτάσει η αποσάθρωση που προκαλούν η διαφθορά και η κομματοκρατία στο δημόσιο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, που η «Νέα Διακυβέρνηση» επέτρεψε να αναγεννηθεί μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες, ο Έλληνας πολίτης καλείται να νοιώσει εμπιστοσύνη και αισιοδοξία για τους χειρισμούς της κυβέρνησης έναντι της Τουρκίας.
Επιστέφει η Χάγη... Η πόλη αυτή βρίσκεται στην Ολλανδία αλλά οι αντίδικοι που κάποτε ενδέχεται να παρουσιαστούν στο διεθνές δικαστήριό της δεν έχουν καμία σχέση με την προοδευτική ιδιοσυγκρασία των Ολλανδών, ούτε με τον ορθολογισμό τους. Στη δική μας περιοχή πρυτανεύει το ανατολίτικο παζάρι, η αλαζονεία και η αλληλο-υπονόμευση. For the sake of the argument, ας υποθέσουμε όμως ότι μέσα από την κομματική παραζάλη και τις παράλληλες ηγετικές μάχες σε όλες τις παρατάξεις, με κάποιο τρόπο η Ελλάδα καταλήγει σε συγκεκριμένη επίσημη πρόταση για την παραπομπή κάποιων από τις Ελληνοτουρκικές διαφορές στη Χάγη. Αυτή η εξέλιξη από μόνη της θα είναι πρωτοφανής στη σύγχρονη Ελληνική ιστορία αν αναλογιστούμε ότι το ένα και μοναδικό παράδειγμα εθνικής ενότητας επετεύχθη τις πρώτες μόνο εβδομάδες μετά την κατάρρευση της Χούντας, το καλοκαίρι του 1974, με τη χώρα μας στο χείλος ενός καταστροφικού πολέμου. Επίσης θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι για να σχηματιστεί διακομματική συναίνεση έναντι του Διεθνούς Δικαστηρίου θα απαιτηθεί πολύς χρόνος. Προηγούνται θεσμικές και πολιτικές αλλαγές στην Ελλάδα για να λειτουργήσουν οι μηχανισμοί που θα συστήσουν την «Αποστολή στη Χάγη». Προηγείται η Συνταγματική αναθεώρηση της οποίας προηγούνται οι επόμενες εκλογές. Τώρα αρχίζουν τα αν και τα εφ’ όσον.
Αν κερδίσει η Νέα Δημοκρατία θα είναι η τελευταία τετραετία του κ. Καραμανλή στην πρωθυπουργία και την επομένη των εκλογών θα ξεκινήσει η προετοιμασία για τη διαδοχή του, με την κα. Μπακογιάννη στο επίκεντρο. Και όμως, αυτή η μελλοντική κατά κάποιο τρόπο interim κυβέρνηση, θα έχει μπροστά της την αναθεώρηση του Συντάγματος… Αν κερδίσει το ΠΑΣΟΚ, θα ξεκινήσει το πείραμα Παπανδρέου, κατά πάσα πιθανότητα με τη γνωστή μέθοδο: αιφνιδιαστικές αποφάσεις που τις ακολουθούν μήνες εσωστρέφειας. Παράλληλα οι πρασινοφρουροί θα ξιφομαχούν με τους γαλάζιους πραιτοριανούς ενώ στη Βουλή θα επιχειρείται η πολυδιαφημισμένη αναθεώρηση. Ευτυχώς που για τα Ελληνοτουρκικά υπάρχει ο αυτόματος, αν και στον Παπανδρέου αρέσει να επιδεικνύεται και ως κασκαντέρ.
Σε περίπτωση νέας ήττας του ΠΑΣΟΚ, όπως και σε ανάλογο αποτέλεσμα για τη Νέα Δημοκρατία, θεωρούμε ότι θα υπάρξει αναγκαστική περίοδος που το ηττημένο κόμμα δεν θα μπορεί να λειτουργήσει κοινοβουλευτικά καθώς θα μαίνεται ο αγώνας για τη διαδοχή. Ειδικά για το ΠΑΣΟΚ ελλοχεύει και ο κίνδυνος της διάλυσης. Εν πάση περιπτώσει, για να χτιστεί στερεή πλατφόρμα πάνω στην οποία θα διεξαχθεί εθνικός θεσμικός διάλογος για την απόφαση παραπομπής πρώτα και την αποστολή, ακολούθως, Ελληνικής αντιπροσωπίας στη Χάγη, θα πρέπει να μεσολαβήσουν τουλάχιστον δύο κοινοβουλευτικές εκλογές, να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα, να ψηφιστεί νέος εκλογικός νόμος, να διαμορφωθεί νέο ισχυρό κομματικό σκηνικό που θα αποτρέπει τη ρευστότητα και, τελικά, να εξαιρεθεί η Ελληνική εξωτερική πολιτική από τον άνευ αρχών και συνθηκών κομματικό πόλεμο, έστω προσωρινά. Όλα αυτά υπό μια εξόχως παρακινδυνευμένη υπόθεση: καμία σημαντική αλλαγή τα επόμενα χρόνια στο πολιτικό/στρατηγικό status quo της ευρύτερης περιοχής. Eίναι αυτή μια ρεαλιστική υπόθεση;
(συνεχίζεται)
Η παρένθεση Μολυβιάτη στο ΥπΕξ υπηρέτησε την ανάγκη της υπεύθυνης κάλυψης του νευραλγικού πόστου από άνθρωπο με κορυφαίες γνώσεις, πείρα και αποδοχή, μετά από 11 χρόνια απουσίας της Δεξιάς από την εξουσία. Η περίοδος Μολυβιάτη συνέπεσε με το Κυπριακό δημοψήφισμα και την λήψη ημερομηνίας έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων από την Άγκυρα, δύο κρίσιμων γεγονότων για την εξέλιξη του πλαισίου των Ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά άσχετων με την ουσία των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών. Επί της ουσίας ο κ. Μολυβιάτης προτίμησε το σίγουρο δόγμα «if it works, don’t fix it». Η Ελλάδα έχει, κατά κάποιο τρόπο, μάθει να ζει με τις Τουρκικές προκλήσεις και έχει περάσει στη διεθνή κοινότητα (πλην των υπερδυνάμεων) ότι το Αιγαίο είναι περισσότερο Ελληνικό παρά Τουρκικό. Αυτό κατέδειξαν τα πολύ πρόσφατα γεγονότα του Γερμανικού ερευνητικού σκάφους Poseidon αλλά και η αποκλειστική αναφορά του Φιλιπινέζου πλοιάρχου προς το θάλαμο επιχειρήσεων του Ελληνικού ΥΕΝ, αμέσως μετά τη σύγκρουση των F-16 πάνω από διεθνή ύδατα. Το ότι υπάρχουν διεθνείς συνθήκες που τα κανονίζουν όλα αυτά ουδόλως απασχολεί τους Τούρκους που ακούραστα επιχειρούν να καταργήσουν τα γραπτά και υπογεγραμμένα με αντίθετες πρακτικές που θέλουν εκείνοι.
Η θορυβώδης έλευση της κας Μπακογιάννη στη Βας. Σοφίας δεν υπήρχε περίπτωση να ακολουθήσει τη συγκρατημένη, συντηρητική στάση του προκατόχου της ο οποίος είχε και κλονισμένη υγεία αλλά και μεγάλη ηλικία. Η κα Μπακογιάννη είναι πρωθυπουργός εν αναμονή, όχι μόνο υπουργός Εξωτερικών. Αυτή η πραγματικότητα έχει μεγάλη σημασία καθώς σε μερικά χρόνια θα παλέψει για την εξουσία είτε με έναν αντίπαλο «πρίγκιπα» της πολιτικής, ή με κάποιον άλλο ακόμα δυσκολότερο ανταγωνιστή, που θα έχει ξεπροβάλλει από τα συντρίμμια του ΠΑΣΟΚ και θα είναι ανελέητος. Ο Έλληνας πολίτης πάντως πρέπει να είναι σίγουρος ότι παρά τον θόρυβο στη βιτρίνα, οι επαγγελματίες του Ελληνικού ΥπΕξ εργάζονται υπεύθυνα και μεθοδικά, στη σκιά των φαφλατάδων αιρετών ηγεσιών τους και παρά τα ασφυκτικά όρια των κομματικών προδιαγραφών. Ο όποιος θόρυβος δημιουργείται, οι όποιες προτάσεις τίθενται δημόσια και γίνονται αμέσως αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους εμπόρους της τηλεθέασης, δεν αγγίζουν τα πραγματικά δεδομένα τα οποία καμία από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές δεν ελέγχει εξ ολοκλήρου.
Η ιδέα Σημίτη, που τη στήριξε και ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κ. Στεφανόπουλος, έτσι όπως τώρα μπορούμε να την κρίνουμε, αποσκοπούσε στο να εγκλωβίσει την Άγκυρα στο δυσκολότερο δυνατό στίβο μάχης και εν πολλοίς το πέτυχε. Με ωμά λόγια, η τρέχουσα Ελληνική πολιτική είναι να εκβιαστεί η Τουρκία, με παράλληλη όμως κατευναστική (υποχωρητική) τακτική από μέρους μας στις άνευ ουσίας καθημερινές τριβές των δύο ανήσυχων γειτόνων. Εν τω μεταξύ, η οικονομική καχεξία και των δύο χωρών και η περιφερειακή αστάθεια, παράγοντες που δεν ελέγχονται, ανεβάζουν κατακόρυφα το βαθμό δυσκολίας του εγχειρήματος και το απρόβλεπτο των εξελίξεων. Αυτό όμως που προκαλεί την κόπωση, απογοήτευση και αγανάκτηση της κοινής γνώμης, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, είναι η ξεδιάντροπη εκμετάλλευση των λεγόμενων εθνικών θεμάτων για μικροκομματικούς λόγους. Ο αδιάκοπος ανένδοτος πόλεμος στις τάξεις της πολιτικής ολιγαρχίας του τόπου δεν έχει όρια, δεν γνωρίζει κανόνες και δεν αποδέχεται ευθύνες. Τυφλός στόχος είναι η κατάκτηση της εξουσίας για ιδιοτελή ικανοποίηση.
Εκτός από κουραστικό και αποπροσανατολιστικό, το πεισματικό κομματικό πατρονάρισμα των Ελληνοτουρκικών εκθέτει τη χώρα μας διεθνώς και, το χειρότερο, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ολέθρια λάθη. Τον τελευταίο χρόνο τα ατυχήματα στις ένοπλες δυνάμεις και οι θρασύτατες βομβιστικές ενέργειες αποκάλυψαν πόσο βαθειά έχει φτάσει η αποσάθρωση που προκαλούν η διαφθορά και η κομματοκρατία στο δημόσιο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, που η «Νέα Διακυβέρνηση» επέτρεψε να αναγεννηθεί μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες, ο Έλληνας πολίτης καλείται να νοιώσει εμπιστοσύνη και αισιοδοξία για τους χειρισμούς της κυβέρνησης έναντι της Τουρκίας.
Επιστέφει η Χάγη... Η πόλη αυτή βρίσκεται στην Ολλανδία αλλά οι αντίδικοι που κάποτε ενδέχεται να παρουσιαστούν στο διεθνές δικαστήριό της δεν έχουν καμία σχέση με την προοδευτική ιδιοσυγκρασία των Ολλανδών, ούτε με τον ορθολογισμό τους. Στη δική μας περιοχή πρυτανεύει το ανατολίτικο παζάρι, η αλαζονεία και η αλληλο-υπονόμευση. For the sake of the argument, ας υποθέσουμε όμως ότι μέσα από την κομματική παραζάλη και τις παράλληλες ηγετικές μάχες σε όλες τις παρατάξεις, με κάποιο τρόπο η Ελλάδα καταλήγει σε συγκεκριμένη επίσημη πρόταση για την παραπομπή κάποιων από τις Ελληνοτουρκικές διαφορές στη Χάγη. Αυτή η εξέλιξη από μόνη της θα είναι πρωτοφανής στη σύγχρονη Ελληνική ιστορία αν αναλογιστούμε ότι το ένα και μοναδικό παράδειγμα εθνικής ενότητας επετεύχθη τις πρώτες μόνο εβδομάδες μετά την κατάρρευση της Χούντας, το καλοκαίρι του 1974, με τη χώρα μας στο χείλος ενός καταστροφικού πολέμου. Επίσης θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι για να σχηματιστεί διακομματική συναίνεση έναντι του Διεθνούς Δικαστηρίου θα απαιτηθεί πολύς χρόνος. Προηγούνται θεσμικές και πολιτικές αλλαγές στην Ελλάδα για να λειτουργήσουν οι μηχανισμοί που θα συστήσουν την «Αποστολή στη Χάγη». Προηγείται η Συνταγματική αναθεώρηση της οποίας προηγούνται οι επόμενες εκλογές. Τώρα αρχίζουν τα αν και τα εφ’ όσον.
Αν κερδίσει η Νέα Δημοκρατία θα είναι η τελευταία τετραετία του κ. Καραμανλή στην πρωθυπουργία και την επομένη των εκλογών θα ξεκινήσει η προετοιμασία για τη διαδοχή του, με την κα. Μπακογιάννη στο επίκεντρο. Και όμως, αυτή η μελλοντική κατά κάποιο τρόπο interim κυβέρνηση, θα έχει μπροστά της την αναθεώρηση του Συντάγματος… Αν κερδίσει το ΠΑΣΟΚ, θα ξεκινήσει το πείραμα Παπανδρέου, κατά πάσα πιθανότητα με τη γνωστή μέθοδο: αιφνιδιαστικές αποφάσεις που τις ακολουθούν μήνες εσωστρέφειας. Παράλληλα οι πρασινοφρουροί θα ξιφομαχούν με τους γαλάζιους πραιτοριανούς ενώ στη Βουλή θα επιχειρείται η πολυδιαφημισμένη αναθεώρηση. Ευτυχώς που για τα Ελληνοτουρκικά υπάρχει ο αυτόματος, αν και στον Παπανδρέου αρέσει να επιδεικνύεται και ως κασκαντέρ.
Σε περίπτωση νέας ήττας του ΠΑΣΟΚ, όπως και σε ανάλογο αποτέλεσμα για τη Νέα Δημοκρατία, θεωρούμε ότι θα υπάρξει αναγκαστική περίοδος που το ηττημένο κόμμα δεν θα μπορεί να λειτουργήσει κοινοβουλευτικά καθώς θα μαίνεται ο αγώνας για τη διαδοχή. Ειδικά για το ΠΑΣΟΚ ελλοχεύει και ο κίνδυνος της διάλυσης. Εν πάση περιπτώσει, για να χτιστεί στερεή πλατφόρμα πάνω στην οποία θα διεξαχθεί εθνικός θεσμικός διάλογος για την απόφαση παραπομπής πρώτα και την αποστολή, ακολούθως, Ελληνικής αντιπροσωπίας στη Χάγη, θα πρέπει να μεσολαβήσουν τουλάχιστον δύο κοινοβουλευτικές εκλογές, να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα, να ψηφιστεί νέος εκλογικός νόμος, να διαμορφωθεί νέο ισχυρό κομματικό σκηνικό που θα αποτρέπει τη ρευστότητα και, τελικά, να εξαιρεθεί η Ελληνική εξωτερική πολιτική από τον άνευ αρχών και συνθηκών κομματικό πόλεμο, έστω προσωρινά. Όλα αυτά υπό μια εξόχως παρακινδυνευμένη υπόθεση: καμία σημαντική αλλαγή τα επόμενα χρόνια στο πολιτικό/στρατηγικό status quo της ευρύτερης περιοχής. Eίναι αυτή μια ρεαλιστική υπόθεση;
(συνεχίζεται)