Thursday, November 09, 2006
Υποθέσεις…
Ας υποθέσουμε ότι, χωρίς να αλλάξει οτιδήποτε άλλο, αυξάνονται σημαντικά οι συντάξεις και οι μισθοί. Υποτίθεται ότι έτσι θα εκπληρωθεί το όνειρο ζωής εκατομμυρίων Ελλήνων, που υπομένουν στωικά την εγκληματική ανεπάρκεια των διαδοχικών κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών, οι οποίες αποτυγχάνουν τραγικά στην φαινομενική, τουλάχιστον, προσπάθειά τους να προάγουν την Ελληνική κοινωνία, δίκαια, διάφανα, νόμιμα, με συνέπεια και συνέχεια.
Ας ξεκινήσουμε από τις συντάξεις με το φανταστικό σενάριο των 800 ευρώ ως κατώτατη σύνταξη… Τότε, πριν ακόμα δημοσιευτεί η υπουργική απόφαση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι ηλικιωμένοι και εν πολλοίς εξαθλιωμένοι συμπολίτες μας θα κατακλειστούν από διαφημιστικά φυλλάδια τραπεζών για κάρτες και δάνεια. Οι εκατοντάδες χιλιάδες των απομάχων της ζωής, που κατά κανόνα οι νεώτεροι ευλαβικά αποφεύγουν αν δεν έχουν λαμβάνειν από αυτούς, θα μετατραπούν ακαριαία σε αγοραστικό κοινό που όλοι θα σπεύσουν να εκμεταλλευτούν. Από τους γείτονες και τους συγγενείς τους ως τους καταστηματάρχες της γειτονιάς, τους παπάδες της ενορίας, τους «φακελόβιους» γιατρούς των ασφαλιστικών ταμείων μέχρι και τα γραφεία κηδειών. Η επίθεση κατά του αυξημένου εισοδήματος των συνταξιούχων δεν θα προέρχεται μόνο από τους κερδοσκόπους. Οι ξαφνικά «πλούσιοι» παππούδες και γιαγιάδες που ήδη αποτελούν τη μόνιμη και εύκολη λεία των κάθε λογής εγκληματιών, θα ζουν κάτω από συνεχές καθεστώς τρόμου.
Η οικονομική θεωρία αλλά και η κοινή λογική λένε ότι η ξαφνική αύξηση του εισοδήματος σε πληθυσμούς που υποφέρουν από χρόνια ανέχεια και έχουν διαμορφώσει ανάλογες προσδοκίες για το μέλλον, παρά την αρχική ευφορία, γρήγορα υποβαθμίζει ακόμα περισσότερο την κοινωνική ποιότητα και εισάγει, άμεσα, αρνητικά ήθη.
Μια πλειάδα διαρκών μελετών που διεξάγονται σε όλο τον κόσμο δείχνουν, συστηματικά, ότι η ξαφνική αύξηση του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος όταν δεν συνοδεύεται από, ή δεν ακολουθεί δυναμικές κοινωφελείς δράσεις, στους φτωχούς πληθυσμούς προκαλεί έξαρση του τζόγου, του αλκοολισμού, της χρήσης ναρκωτικών και της εγκληματικότητας. Στα μεσαία στρώματα, όπως είναι πασίγνωστο, η απότομη αύξηση του εισοδήματος εξανεμίζεται από την κερδοσκοπία/πληθωρισμό. Ακόμα και μακροπρόθεσμα η απόδοση της απότομης ονομαστικής αύξησης του εισοδήματος των φτωχών είναι αμφίβολη. Για παράδειγμα, αν σε όλες τις παραγκουπόλεις του κόσμου δοθεί σε κάθε οικογένεια ένα σημαντικό μόνιμο επίδομα, δεν θα εξαφανιστούν οι παραγκουπόλεις. Αντίθετα, θα αυξηθεί κατακόρυφα η βία ώστε οι εγκληματικοί μηχανισμοί που ελέγχουν αυτούς τους τόπους να καταχραστούν όλο τον επί πλέον πλούτο που ξαφνικά θα εισρεύσει στην «επικράτειά» τους. Οι φτωχοί δεν θα γίνονταν ποτέ πλούσιοι ακόμα και με γενναία ελεημοσύνη. Θα είχαν όμως υψηλό βιοτικό επίπεδο αν, παρά το ανεπαρκές εισόδημά τους, απολάμβαναν άρτιες υποδομές, πλήρεις δωρεάν υπηρεσίες υγείας, ποιοτική δωρεάν παιδεία και ζούσαν προστατευμένοι από το έγκλημα.
Η φτώχεια αποτελεί θεσμική ήττα για τη Δημοκρατία και δεν είναι συμπτωματικό ότι όπου σημειώνεται δημοκρατικό έλλειμμα υπάρχει εκτεταμένη φτώχεια ενώ, αντίθετα, κοινωνίες που αποτελούν μοντέλα δημοκρατικής διακυβέρνησης έχουν από ανύπαρκτο έως πολύ περιορισμένο ποσοστό φτώχειας.
Είναι λοιπόν εύκολα κατανοητό ότι η προτεραιότητα έναντι των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων δεν μπορεί να βασίζεται σε ονομαστικές αυξήσεις του πενιχρού τους εισοδήματος γιατί αυτές εξανεμίζονται ταχύτατα. Προηγείται η βελτίωση των δημοσίων υπηρεσιών των οποίων το προϊόν αφορά όλους και δεν θα περιορίζεται από συντεχνιακή εκμετάλλευση. Η πραγματική αύξηση του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος θα προκύψει αυτομάτως με τη βελτίωση των κοινωφελών δημόσιων υπηρεσιών, χωρίς το κράτος να αυξήσει μισθούς και συντάξεις. Αν, για παράδειγμα, η δημόσια παιδεία καταστεί πραγματικά δωρεάν τότε οι μισές τουλάχιστον Ελληνικές οικογένειες θα διαπιστώσουν πραγματική αύξηση του διαθέσιμου προς κατανάλωση/αποταμίευση εισοδήματός τους σε ποσοστό άνω του 50%. Αν η δημόσια υγεία καταστεί εξολοκλήρου δωρεάν και αξιοπρεπώς διαθέσιμη, τότε οι χαμηλοσυνταξιούχοι δεν θα έχουν λάβει, πρακτικά, μόνο μια σημαντική εισοδηματική ανάσα αλλά θα αποβάλλουν και το φρικτό συναίσθημα ότι αποτελούν τα ανθρώπινα απόβλητα της σύγχρονης κοινωνίας.
Δυστυχώς στην Ελλάδα το κράτος δεν προσφέρει επαρκώς τίποτα από τα δύο: ούτε υποδομές και κοινωφελείς υπηρεσίες, ούτε μισθούς και συντάξεις. Φορολογεί, όμως, εξαντλητικά, τα χαμηλά εισοδήματα και τις μικρές επιχειρήσεις λες και αυτή η χώρα αποτελεί επαρχία του Λουξεμβούργου. Αυτό είναι το «Ελληνικό Μοντέλο» το οποίο όλες οι κυβερνήσεις της χώρας, από την είσοδο της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και εντεύθεν, επιχείρησαν να «πουλήσουν» στους έκπληκτους Ευρωπαίους εταίρους ως όχημα ανάπτυξης και προόδου. Αυτό μόνο οι ιθαγενείς Έλληνες δικαιούνται να το κρίνουν, σύμφωνα με τη θέση του καθ’ ενός στο σύστημα.
Είναι όμως τόσο περίεργο όσο και θλιβερό το γεγονός ότι οι σύγχρονοι τριαντάχρονοι Έλληνες έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα από μια και μοναδική οικονομική πολιτική: τη λιτότητα. Είναι περίεργο όσο και θλιβερό ότι μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων θα έχει σε λίγο συμπληρώσει το σύνολο της εργασιακής της τριάκονταπενταετίας υπό καθεστώς λιτότητας. Οι κυβερνήσεις διαδέχονται η μία την άλλη αλλά σ’ αυτή τη χώρα η οικονομική και κοινωνική πολιτική παραμένει απαράλλαχτη και μπορεί κάλλιστα να ονομαστεί «Λιτότητα». Οφείλεται άραγε αυτό στο γεγονός ότι στην Ελλάδα η εξουσία εναλλάσσεται μεταξύ συγγενών; Αν ισχύει έστω και μερικά αυτός ο λόγος, τότε η «λιτότητα» θα παραμείνει για πολλές ακόμα τετραετίες και σίγουρα θα ξεπεράσει, ως καθεστώς, κατά πολύ το μισό αιώνα…
Εκτιμώντας λοιπόν την επικαιρότητα των ημερών υπό το πρίσμα των παραπάνω διαπιστώσεων, φτάνουμε στα εξής συμπεράσματα:
Πρώτα απ’ όλα, οι εκπαιδευτικοί θα είχαν απόλυτο δίκιο στα αιτήματά τους αν ζούσαν και εργαζόντουσαν σε μια άλλη χώρα, όπου οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (η παιδεία είναι μια τέτοια υπηρεσία) θα προσφερόντουσαν με γνώμονα το κοινωνικό συμφέρον. Όμως το Ελληνικό Δημόσιο λειτουργεί με γνώμονα το κομματικό συμφέρον και οι συνδικαλιστές με το προσωπικό/συντεχνιακό. Για το εγχώριο πολιτικό σύστημα η επιλογή παραμένει πάντοτε η ίδια και κάθε φορά προκρίνεται ταχύτατα: δακρυγόνα, βία, ταραχές, βανδαλισμοί και εκατέρωθεν υποκρισία αντί της λογικής, της ηθικής και της χρηστής, διάφανης διαχείρισης.
Γιατί της μισθολογικής αύξησης προηγείται ο εκσυγχρονισμός των υποδομών και του εκπαιδευτικού συστήματος σε όλες τις βαθμίδες. Οι χολερικές υποδομές δίνουν εύκολο άλλοθι στους διδάσκοντες να διαμαρτύρονται φανερά για τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν, ουσιαστικά όμως να αντιστέκονται στον εκσυγχρονισμό του διδακτικού συστήματος για να αποφύγουν τις αυξημένες απαιτήσεις από τη δουλειά τους.
Στα σώματα ασφαλείας το μισθολογικό είναι το λιγότερο από τα προβλήματα. Ούτε η μόνιμη επίκληση της έλλειψης προσωπικού στέκει αν συγκρίνουμε την Ελλάδα με δύο Αμερικανικές… πόλεις, τη Νέα Υόρκη και το Λος Άτζελες, που έχουν παρόμοιους πληθυσμούς με τη χώρα μας και παρόμοιες, αριθμητικά, αστυνομικές δυνάμεις αλλά εντονότερη εγκληματικότητα και ποιοτικά και ποσοτικά. Στην Ελλάδα, η Αστυνομία, το Λιμενικό σώμα, οι Συνοριοφύλακες και η Πυροσβεστική αντιμετωπίζουν τη γραφειοκρατία της… ευνοιοκρατίας και, επιπλέον, οξύτατες ελλείψεις οχημάτων, σκαφών, αεροσκαφών, οπλισμού, τεχνικών μέσων, κτηριακών υποδομών και, βεβαίως, εκπαίδευσης για την εξοικείωσή τους με τα σύγχρονα εργαλεία και τις μεθόδους που απαιτούνται για την επιτυχή δράση τους. Αν αναλογιστεί κανείς αυτές τις αδυναμίες, ο βαθμός ανταπόκρισης των Ελληνικών σωμάτων ασφαλείας στις απαιτήσεις της καθημερινότητας είναι ένα πραγματικό θαύμα. Οι Έλληνες αστυνομικοί, Λιμενικοί και πυροσβέστες δεν θα πλουτίσουν αν πάρουν εκατόν πενήντα ευρώ παραπάνω το μήνα. Θα αισθανόντουσαν όμως πλούσιοι αν η εκπαίδευση των παιδιών τους έπαυε να επιβαρύνει κατά εκατοντάδες ευρώ μηνιαίως το πενιχρό τους εισόδημα και η υπηρεσία τους παρείχε τα μέσα και τις συνθήκες να δρουν στο 100% των δυνατοτήτων τους.
Παρομοίως, τα 1400 ευρώ πρώτος μισθός στους δασκάλους δεν θα επιφέρουν την παραμικρή αλλαγή μέσα στην τάξη. Η παραπαιδεία θα συνεχίσει απτόητη αφού το σύστημα θα παραμείνει ανέγγιχτο. Γι αυτό προηγείται η στέγαση των μαθητών σε σύγχρονα κτήρια. Προηγείται ο εξοπλισμός των σχολείων, προηγείται το εκπαιδευτικό υλικό και η μετεκπαίδευση των δασκάλων και των καθηγητών. Δυστυχώς προηγείται και η φύλαξη των δημόσιων σχολείων, των μαθητών και των διδασκόντων. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια στη χώρα μας έχουν μετατραπεί σε χώρους όπου η βία και το έγκλημα δεν αποτρέπονται, δεν ελέγχονται και δεν πατάσσονται. Η φράση «βία στα σχολεία» είναι σχήμα οξύμωρο αλλά η αποτροπή της εγκληματικότητας στους χώρους μάθησης, που συχνά στρέφεται και κατά των διδασκόντων, τίθεται από τους συνδικαλιστές εκπαιδευτικούς πολύ χαμηλά στις προτεραιότητες τους ενώ το απαίσιο συμβάν με το βιασμό μαθήτριας από συμμαθητές της στην Εύβοια, κατέρριψε το μύθο του καθηγητή-παιδαγωγού αλλά και του υπεύθυνου γονέα.
Όσο αφορά στα πανεπιστήμια η ντροπή ανήκει σε όλους: στους καθηγητές, στην εξουσία και στους φοιτητές. Η παράδοξη πραγματικότητα μιλάει από μόνη της: Η Ελληνική κοινωνία θαυμάζει και σέβεται τα διάσημα πανεπιστήμια του εξωτερικού και ιδιαίτερα των Η.Π.Α που παράγουν μια διαρκή ροή νομπελιστών. Η χώρα μας τιμά τους Έλληνες φοιτητές, ερευνητές και πανεπιστημιακούς δασκάλους που διαπρέπουν στο εξωτερικό. Κανένας σοβαρός εγχώριος φοιτητής δεν θα αρνιόταν την ευκαιρία να σπουδάσει σε ένα τέτοιο πανεπιστήμιο και να αποκτήσει το πτυχίο του, αποδεχόμενος απριόρι τους κανόνες λειτουργίας και το σύστημά του. Αυτά όμως τα υπέρ-σχολεία λειτουργούν με όρους και με προϋποθέσεις που όποτε συζητιούνται με προοπτική να εφαρμοστούν στην Ελλάδα, άπαντες οι θλιβεροί παράγοντες της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας εξεγείρονται και ξεχειλίζουν από ιερή αγανάκτηση.
Ας ξεκινήσουμε από τις συντάξεις με το φανταστικό σενάριο των 800 ευρώ ως κατώτατη σύνταξη… Τότε, πριν ακόμα δημοσιευτεί η υπουργική απόφαση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι ηλικιωμένοι και εν πολλοίς εξαθλιωμένοι συμπολίτες μας θα κατακλειστούν από διαφημιστικά φυλλάδια τραπεζών για κάρτες και δάνεια. Οι εκατοντάδες χιλιάδες των απομάχων της ζωής, που κατά κανόνα οι νεώτεροι ευλαβικά αποφεύγουν αν δεν έχουν λαμβάνειν από αυτούς, θα μετατραπούν ακαριαία σε αγοραστικό κοινό που όλοι θα σπεύσουν να εκμεταλλευτούν. Από τους γείτονες και τους συγγενείς τους ως τους καταστηματάρχες της γειτονιάς, τους παπάδες της ενορίας, τους «φακελόβιους» γιατρούς των ασφαλιστικών ταμείων μέχρι και τα γραφεία κηδειών. Η επίθεση κατά του αυξημένου εισοδήματος των συνταξιούχων δεν θα προέρχεται μόνο από τους κερδοσκόπους. Οι ξαφνικά «πλούσιοι» παππούδες και γιαγιάδες που ήδη αποτελούν τη μόνιμη και εύκολη λεία των κάθε λογής εγκληματιών, θα ζουν κάτω από συνεχές καθεστώς τρόμου.
Η οικονομική θεωρία αλλά και η κοινή λογική λένε ότι η ξαφνική αύξηση του εισοδήματος σε πληθυσμούς που υποφέρουν από χρόνια ανέχεια και έχουν διαμορφώσει ανάλογες προσδοκίες για το μέλλον, παρά την αρχική ευφορία, γρήγορα υποβαθμίζει ακόμα περισσότερο την κοινωνική ποιότητα και εισάγει, άμεσα, αρνητικά ήθη.
Μια πλειάδα διαρκών μελετών που διεξάγονται σε όλο τον κόσμο δείχνουν, συστηματικά, ότι η ξαφνική αύξηση του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος όταν δεν συνοδεύεται από, ή δεν ακολουθεί δυναμικές κοινωφελείς δράσεις, στους φτωχούς πληθυσμούς προκαλεί έξαρση του τζόγου, του αλκοολισμού, της χρήσης ναρκωτικών και της εγκληματικότητας. Στα μεσαία στρώματα, όπως είναι πασίγνωστο, η απότομη αύξηση του εισοδήματος εξανεμίζεται από την κερδοσκοπία/πληθωρισμό. Ακόμα και μακροπρόθεσμα η απόδοση της απότομης ονομαστικής αύξησης του εισοδήματος των φτωχών είναι αμφίβολη. Για παράδειγμα, αν σε όλες τις παραγκουπόλεις του κόσμου δοθεί σε κάθε οικογένεια ένα σημαντικό μόνιμο επίδομα, δεν θα εξαφανιστούν οι παραγκουπόλεις. Αντίθετα, θα αυξηθεί κατακόρυφα η βία ώστε οι εγκληματικοί μηχανισμοί που ελέγχουν αυτούς τους τόπους να καταχραστούν όλο τον επί πλέον πλούτο που ξαφνικά θα εισρεύσει στην «επικράτειά» τους. Οι φτωχοί δεν θα γίνονταν ποτέ πλούσιοι ακόμα και με γενναία ελεημοσύνη. Θα είχαν όμως υψηλό βιοτικό επίπεδο αν, παρά το ανεπαρκές εισόδημά τους, απολάμβαναν άρτιες υποδομές, πλήρεις δωρεάν υπηρεσίες υγείας, ποιοτική δωρεάν παιδεία και ζούσαν προστατευμένοι από το έγκλημα.
Η φτώχεια αποτελεί θεσμική ήττα για τη Δημοκρατία και δεν είναι συμπτωματικό ότι όπου σημειώνεται δημοκρατικό έλλειμμα υπάρχει εκτεταμένη φτώχεια ενώ, αντίθετα, κοινωνίες που αποτελούν μοντέλα δημοκρατικής διακυβέρνησης έχουν από ανύπαρκτο έως πολύ περιορισμένο ποσοστό φτώχειας.
Είναι λοιπόν εύκολα κατανοητό ότι η προτεραιότητα έναντι των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων δεν μπορεί να βασίζεται σε ονομαστικές αυξήσεις του πενιχρού τους εισοδήματος γιατί αυτές εξανεμίζονται ταχύτατα. Προηγείται η βελτίωση των δημοσίων υπηρεσιών των οποίων το προϊόν αφορά όλους και δεν θα περιορίζεται από συντεχνιακή εκμετάλλευση. Η πραγματική αύξηση του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος θα προκύψει αυτομάτως με τη βελτίωση των κοινωφελών δημόσιων υπηρεσιών, χωρίς το κράτος να αυξήσει μισθούς και συντάξεις. Αν, για παράδειγμα, η δημόσια παιδεία καταστεί πραγματικά δωρεάν τότε οι μισές τουλάχιστον Ελληνικές οικογένειες θα διαπιστώσουν πραγματική αύξηση του διαθέσιμου προς κατανάλωση/αποταμίευση εισοδήματός τους σε ποσοστό άνω του 50%. Αν η δημόσια υγεία καταστεί εξολοκλήρου δωρεάν και αξιοπρεπώς διαθέσιμη, τότε οι χαμηλοσυνταξιούχοι δεν θα έχουν λάβει, πρακτικά, μόνο μια σημαντική εισοδηματική ανάσα αλλά θα αποβάλλουν και το φρικτό συναίσθημα ότι αποτελούν τα ανθρώπινα απόβλητα της σύγχρονης κοινωνίας.
Δυστυχώς στην Ελλάδα το κράτος δεν προσφέρει επαρκώς τίποτα από τα δύο: ούτε υποδομές και κοινωφελείς υπηρεσίες, ούτε μισθούς και συντάξεις. Φορολογεί, όμως, εξαντλητικά, τα χαμηλά εισοδήματα και τις μικρές επιχειρήσεις λες και αυτή η χώρα αποτελεί επαρχία του Λουξεμβούργου. Αυτό είναι το «Ελληνικό Μοντέλο» το οποίο όλες οι κυβερνήσεις της χώρας, από την είσοδο της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και εντεύθεν, επιχείρησαν να «πουλήσουν» στους έκπληκτους Ευρωπαίους εταίρους ως όχημα ανάπτυξης και προόδου. Αυτό μόνο οι ιθαγενείς Έλληνες δικαιούνται να το κρίνουν, σύμφωνα με τη θέση του καθ’ ενός στο σύστημα.
Είναι όμως τόσο περίεργο όσο και θλιβερό το γεγονός ότι οι σύγχρονοι τριαντάχρονοι Έλληνες έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα από μια και μοναδική οικονομική πολιτική: τη λιτότητα. Είναι περίεργο όσο και θλιβερό ότι μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων θα έχει σε λίγο συμπληρώσει το σύνολο της εργασιακής της τριάκονταπενταετίας υπό καθεστώς λιτότητας. Οι κυβερνήσεις διαδέχονται η μία την άλλη αλλά σ’ αυτή τη χώρα η οικονομική και κοινωνική πολιτική παραμένει απαράλλαχτη και μπορεί κάλλιστα να ονομαστεί «Λιτότητα». Οφείλεται άραγε αυτό στο γεγονός ότι στην Ελλάδα η εξουσία εναλλάσσεται μεταξύ συγγενών; Αν ισχύει έστω και μερικά αυτός ο λόγος, τότε η «λιτότητα» θα παραμείνει για πολλές ακόμα τετραετίες και σίγουρα θα ξεπεράσει, ως καθεστώς, κατά πολύ το μισό αιώνα…
Εκτιμώντας λοιπόν την επικαιρότητα των ημερών υπό το πρίσμα των παραπάνω διαπιστώσεων, φτάνουμε στα εξής συμπεράσματα:
Πρώτα απ’ όλα, οι εκπαιδευτικοί θα είχαν απόλυτο δίκιο στα αιτήματά τους αν ζούσαν και εργαζόντουσαν σε μια άλλη χώρα, όπου οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (η παιδεία είναι μια τέτοια υπηρεσία) θα προσφερόντουσαν με γνώμονα το κοινωνικό συμφέρον. Όμως το Ελληνικό Δημόσιο λειτουργεί με γνώμονα το κομματικό συμφέρον και οι συνδικαλιστές με το προσωπικό/συντεχνιακό. Για το εγχώριο πολιτικό σύστημα η επιλογή παραμένει πάντοτε η ίδια και κάθε φορά προκρίνεται ταχύτατα: δακρυγόνα, βία, ταραχές, βανδαλισμοί και εκατέρωθεν υποκρισία αντί της λογικής, της ηθικής και της χρηστής, διάφανης διαχείρισης.
Γιατί της μισθολογικής αύξησης προηγείται ο εκσυγχρονισμός των υποδομών και του εκπαιδευτικού συστήματος σε όλες τις βαθμίδες. Οι χολερικές υποδομές δίνουν εύκολο άλλοθι στους διδάσκοντες να διαμαρτύρονται φανερά για τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν, ουσιαστικά όμως να αντιστέκονται στον εκσυγχρονισμό του διδακτικού συστήματος για να αποφύγουν τις αυξημένες απαιτήσεις από τη δουλειά τους.
Στα σώματα ασφαλείας το μισθολογικό είναι το λιγότερο από τα προβλήματα. Ούτε η μόνιμη επίκληση της έλλειψης προσωπικού στέκει αν συγκρίνουμε την Ελλάδα με δύο Αμερικανικές… πόλεις, τη Νέα Υόρκη και το Λος Άτζελες, που έχουν παρόμοιους πληθυσμούς με τη χώρα μας και παρόμοιες, αριθμητικά, αστυνομικές δυνάμεις αλλά εντονότερη εγκληματικότητα και ποιοτικά και ποσοτικά. Στην Ελλάδα, η Αστυνομία, το Λιμενικό σώμα, οι Συνοριοφύλακες και η Πυροσβεστική αντιμετωπίζουν τη γραφειοκρατία της… ευνοιοκρατίας και, επιπλέον, οξύτατες ελλείψεις οχημάτων, σκαφών, αεροσκαφών, οπλισμού, τεχνικών μέσων, κτηριακών υποδομών και, βεβαίως, εκπαίδευσης για την εξοικείωσή τους με τα σύγχρονα εργαλεία και τις μεθόδους που απαιτούνται για την επιτυχή δράση τους. Αν αναλογιστεί κανείς αυτές τις αδυναμίες, ο βαθμός ανταπόκρισης των Ελληνικών σωμάτων ασφαλείας στις απαιτήσεις της καθημερινότητας είναι ένα πραγματικό θαύμα. Οι Έλληνες αστυνομικοί, Λιμενικοί και πυροσβέστες δεν θα πλουτίσουν αν πάρουν εκατόν πενήντα ευρώ παραπάνω το μήνα. Θα αισθανόντουσαν όμως πλούσιοι αν η εκπαίδευση των παιδιών τους έπαυε να επιβαρύνει κατά εκατοντάδες ευρώ μηνιαίως το πενιχρό τους εισόδημα και η υπηρεσία τους παρείχε τα μέσα και τις συνθήκες να δρουν στο 100% των δυνατοτήτων τους.
Παρομοίως, τα 1400 ευρώ πρώτος μισθός στους δασκάλους δεν θα επιφέρουν την παραμικρή αλλαγή μέσα στην τάξη. Η παραπαιδεία θα συνεχίσει απτόητη αφού το σύστημα θα παραμείνει ανέγγιχτο. Γι αυτό προηγείται η στέγαση των μαθητών σε σύγχρονα κτήρια. Προηγείται ο εξοπλισμός των σχολείων, προηγείται το εκπαιδευτικό υλικό και η μετεκπαίδευση των δασκάλων και των καθηγητών. Δυστυχώς προηγείται και η φύλαξη των δημόσιων σχολείων, των μαθητών και των διδασκόντων. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια στη χώρα μας έχουν μετατραπεί σε χώρους όπου η βία και το έγκλημα δεν αποτρέπονται, δεν ελέγχονται και δεν πατάσσονται. Η φράση «βία στα σχολεία» είναι σχήμα οξύμωρο αλλά η αποτροπή της εγκληματικότητας στους χώρους μάθησης, που συχνά στρέφεται και κατά των διδασκόντων, τίθεται από τους συνδικαλιστές εκπαιδευτικούς πολύ χαμηλά στις προτεραιότητες τους ενώ το απαίσιο συμβάν με το βιασμό μαθήτριας από συμμαθητές της στην Εύβοια, κατέρριψε το μύθο του καθηγητή-παιδαγωγού αλλά και του υπεύθυνου γονέα.
Όσο αφορά στα πανεπιστήμια η ντροπή ανήκει σε όλους: στους καθηγητές, στην εξουσία και στους φοιτητές. Η παράδοξη πραγματικότητα μιλάει από μόνη της: Η Ελληνική κοινωνία θαυμάζει και σέβεται τα διάσημα πανεπιστήμια του εξωτερικού και ιδιαίτερα των Η.Π.Α που παράγουν μια διαρκή ροή νομπελιστών. Η χώρα μας τιμά τους Έλληνες φοιτητές, ερευνητές και πανεπιστημιακούς δασκάλους που διαπρέπουν στο εξωτερικό. Κανένας σοβαρός εγχώριος φοιτητής δεν θα αρνιόταν την ευκαιρία να σπουδάσει σε ένα τέτοιο πανεπιστήμιο και να αποκτήσει το πτυχίο του, αποδεχόμενος απριόρι τους κανόνες λειτουργίας και το σύστημά του. Αυτά όμως τα υπέρ-σχολεία λειτουργούν με όρους και με προϋποθέσεις που όποτε συζητιούνται με προοπτική να εφαρμοστούν στην Ελλάδα, άπαντες οι θλιβεροί παράγοντες της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας εξεγείρονται και ξεχειλίζουν από ιερή αγανάκτηση.