Sunday, February 18, 2007
Νεοφιλελευθερισμός και νεοτραμπούκοι
Έως την επταετία των συνταγματαρχών ο εσκεμμένος εκτροχιασμός των διαδηλώσεων διεξαγόταν από ομάδες παρακρατικών, γνωστών με όλη τη σημασία της λέξης στις κρατικές αρχές και υπηρεσίες, ακροδεξιών τραμπούκων, που είχαν αναλάβει να τρομοκρατούν τους συμμετέχοντες στις κινητοποιήσεις κατά των αντιδημοκρατικών πρακτικών της «εθνικόφρονης» εξουσίας. Ακόμα και στις παρένθετες περιόδους των κεντρώων κυβερνήσεων, οι εντεταλμένοι εργολάβοι του παρακράτους, που παρέμενε αμιγώς αντιδραστικό, συνέχιζαν τις προβοκατόρικες δραστηριότητές τους για να φοβίζουν τους απλούς πολίτες και να καλλιεργούν την εντύπωση- εντός και εκτός της χώρας- ότι ο «αναρχοκομμουνισμός» βρίσκεται επί θήρας. Ήταν μια στρατηγική που έφερνε πάντοτε αποτέλεσμα και που στο τέλος ανέδειξε και το άλλοθι για την επιβολή της δικτατορίας.
Άεργοι, αργόσχολοι, μικροκλέφτες και μικροαπατεώνες, οι «στρατιώτες» του παρακράτους της Δεξιάς, όταν δεν έδερναν, απάρτιζαν μια ιδιαίτερη συνομοταξία ατόμων πέρα από το νόμο και κάτω από μερικούς από τους κορυφαίους πολιτικούς παράγοντες των μεταπολεμικών δεκαετιών. Κάποιοι ζουν ακόμα ανάμεσά μας, ηλικιωμένοι και παραγκωνισμένοι. Ξεχασμένοι κι άγνωστοι τώρα αλλά όχι τότε. Τον καιρό της Δεξιάς ασυδοσίας οι ροπαλοφόροι δεν ήταν κουκουλοφόροι. Ήταν περήφανοι υπηρέτες συγκεκριμένων προσώπων του μετεμφυλιοπολεμικού κατεστημένου αλλά και του ευρύτερου συστήματος. Ο τραμπουκισμός ήταν μαγκιά τους και καμάρι τους, όχημα κοινωνικής αναγνώρισης και πάροχος ποικίλων προνομίων.
Η παταγώδης κατάρρευση της Χούντας, η επακόλουθη «κάθαρση» και η συντριβή της Δεξιάς από τον Ανδρέα Παπανδρέου, παράλληλα με την είσοδο της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, άλλαξαν τα δεδομένα και στέρησαν από το συνονθύλευμα των «παραδοσιακών» παρακρατικών τη δυνατότητα συνέχισης του βιοποριστικού τους μοντέλου. Επιπρόσθετα, η εξέλιξη της κοινωνίας και η δυναμική είσοδος των ιδιωτικών ηλεκτρονικών ΜΜΕ στα δημόσια πράγματα (όπου διεκδίκησαν και πήραν μερίδιο της εξουσίας), έφερε στο προσκήνιο ένα νέο είδος ταραχοποιών που δεν άργησαν να γίνουν περιβόητοι ως οι «γνωστοί- άγνωστοι».
Κάποιοι ίσως βιάστηκαν να αποφανθούν ότι οι παλαιοτραμπούκοι απλά αντικαταστάθηκαν επάξια από αυτές τις πανταχού παρούσες συμμορίες των βανδάλων. Δεν είναι όμως καθόλου έτσι γιατί τις δεκαετίες πριν τη χούντα το πεδίο ανήκε αποκλειστικά στους ακροδεξιούς παλικαράδες που, εν γνώσει της κοινωνίας, είχαν στενή πολιτική συγγένεια με την εξουσία και ακόμα στενότερη με τα παράκεντρά της. Για παράδειγμα, οι δολοφόνοι του Γρηγόρη Λαμπράκη, Σπ. Γκοτζαμάνης και Εμ. Εμμανουηλίδης, δεν ήταν περιθωριακά στοιχεία. Το κοινωνικό, μορφωτικό και αντιδραστικό προφίλ τους αντιπροσώπευε χιλιάδες ανθρώπους σ’ όλη την Ελλάδα, έξαλλους κομμουνιστοφάγους με το αζημίωτο.
Οι σημερινοί «γνωστοί- άγνωστοι» δεν είναι υπηρέτες ενός αστυνομικού κράτους αφού, όσο κι αν πιστεύουν αλλιώς μερικοί, κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Επιπλέον, αντίθετα με τους παρακρατικούς του παρελθόντος, οι σύγχρονοι τραμπούκοι επιτίθενται στην αστυνομία και σε κάθε τι που αντιπροσωπεύει το κράτος και το κατεστημένο. Οι βανδαλισμοί των «κουκουλοφόρων» στρέφονται συνολικά και εκδικητικά κατά της κοινωνίας, χωρίς κομματικές διακρίσεις, χωρίς τον παραμικρό σεβασμό για τον κόπο και το μόχθο ακόμα και των φτωχότερων συμπολιτών τους. Δεν αποκλείεται μάλιστα και να σκοτώσουν όποιον «επώνυμο» πέσει στα χέρια τους.
Ένα παλιό αναρχικό σλόγκαν προκρίνει τη «χαρά της καταστροφής ενάντια στην καταστροφή της χαράς». Όμως το γνήσιο αναρχικό κίνημα, μετά από δεκαετίες μαχών στους δρόμους, έφτασε να αναγνωρίσει σήμερα ότι οι «γνωστοί- άγνωστοι» όχι μόνο δεν ανήκουν σ’ αυτό και δεν στρατεύονται μαζί του αλλά, απεναντίας, είναι προβοκάτορες και σαμποτέρ του αναρχικού χώρου. Δηλαδή εκ των πραγμάτων σύμμαχοι της αυταρχικής εξουσίας και των αδηφάγων ΜΜΕ που ενώ ξέρουν τη διαφορά, ανακατεύουν και εξισώνουν αναρχικούς και κοινούς εγκληματίες και τους σερβίρουν στους σαστισμένους μικροαστούς ως ένα και το αυτό. Ο περιβόητος «αντιεξουσιαστικός χώρος» παρουσιάζεται τόσο από τα Μέσα όσο και από την επίσημη πολιτεία ως ταυτόσημος με τη βία και την καταστροφή. Και όμως, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αντιπαλεύει καθημερινά την εξουσία και τις δυνάμεις καταστολής. Μαθητές, δάσκαλοι, αγρότες, εργαζόμενοι, άνεργοι, συνταξιούχοι, ακόμα και οι αστυνομικοί, κατεβαίνουν στους δρόμους και διεκδικούν δυναμικά τα δίκαιά τους και διαμαρτύρονται για την ταπεινωτική στάση που κρατάει απέναντί τους η κρατική εξουσία. Εκτός λοιπόν από τους όποιους βολεμένους, όλοι οι άλλοι είμαστε αντιεξουσιαστές. Δεν είμαστε όμως εγκληματίες. Αυτοί πρέπει επιτέλους να οριστούν και να αναγνωριστούν επακριβώς και να καταπέσει αυτό το βολικό για την εκάστοτε κυβέρνηση παραπέτασμα που τους κρύβει.
Φαίνεται όμως ότι για να καταδιώξει αποτελεσματικά η «πολιτεία» αυτά τα κακοποιά στοιχεία, πολλά από τα οποία σπέρνουν την καταστροφή και τη βία και στα γήπεδα, πρέπει πρώτα να υποψιαστούν οι πολίτες ποιοι και πως αποκομίζουν οφέλη από αυτόν τον αδιάκοπο κύκλο καταστροφών και… ομφαλοσκόπησης.
Ο 21ος αιώνας είναι ο αιώνας της επικοινωνίας και της υπεροχής του εικονικού έναντι του πραγματικού. Ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου ήταν πολύ πιο μπροστά και από τα πρόσωπα και από τα πράγματα στην εποχή του και κατόρθωσε, πολύ νωρίτερα, να «πουλήσει» στους Έλληνες μια ολότελα εικονική πραγματικότητα που ακόμα και τώρα, δέκα και πλέον χρόνια από το θάνατό του, εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να πιστεύουν ακράδαντα. Ο Κώστας Καραμανλής είναι μάλλον ο καλύτερος μαθητής του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Επτά χρόνια στην αντιπολίτευση χρειάστηκε ο Α. Παπανδρέου για να γίνει πρωθυπουργός, ακριβώς τόσα και ο Καραμανλής ο Β’ από τη στιγμή που εκλέχτηκε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, χρησιμοποιώντας γνήσια παπανδρεϊκή τακτική αλλά με το δικό του προσωπικό στυλ. Επιπλέον, ο αρχηγός της ΝΔ ευτύχησε να κάνει την πιο επιτυχημένη επιλογή του στο πρόσωπο του Θόδωρου Ρουσόπουλου ως εκπροσώπου του κόμματος και τώρα της κυβέρνησης. Ο Θ. Ρουσόπουλος μπορεί να είναι αλαζών, να προσβάλει θρασύτατα τη νοημοσύνη όποιου τον ακούει και συχνά να προκαλεί το δημόσιο αίσθημα, αποδείχτηκε όμως γκραν μετρ της επικοινωνιακής ραδιουργίας που είναι το ζητούμενο στις μέρες που ζούμε.
Στα πρώτα χρόνια της οκταετίας Σημίτη η προσοχή της κοινωνίας ήταν μαγνητισμένη από μεγάλα γεγονότα που, αν είχαν την ανάλογη επικοινωνιακή διαχείριση, ο κ. Σημίτης θα είχε ξεπεράσει τη σήψη του βαθέως ΠΑΣΟΚ και θα ήταν ακόμα πρωθυπουργός: ΟΝΕ, επιτυχείς προεδρίες στην ΕΕ, καθολικός σεβασμός από τους Ευρωπαίους εταίρους, Ολυμπιακά έργα, ένταξη της Κύπρου στην Ενωμένη Ευρώπη κ.α. Όταν όμως ένας ηγέτης είναι αντιεπικοινωνιακός, όσο κι αν δουλεύει, όσα κι αν πετυχαίνει, το εικονικό του ισοζύγιο είναι πάντα αρνητικό. Πολύ δε μάλλον όταν, όπως σε κάθε διακυβέρνηση, εκτός των θριάμβων έρχονται και καταστροφικά γεγονότα. Αυτά το ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε ποτέ να τα αποκρούσει. Πέρα όμως από την κακοτυχία, την ανικανότητα και τη διαφθορά, το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ χτυπήθηκε από μια εξαιρετικά επικοινωνιακή ομάδα-βιτρίνα στελεχών της Νέας Δημοκρατίας που, όντες στην αντιπολίτευση, είχαν κάθε πολυτέλεια λόγου. Εκτός από τον θεαματικό αλλά αφ’ υψηλού αρχηγό της, η ΝΔ έστελνε στα κανάλια τη Ντόρα Μπακογιάννη, τον Δ. Αβραμόπουλο, το Νικήτα Κακλαμάνη, το Βύρωνα Πολύδωρα, το Λευτέρη Ζαγορίτη, το Γιώργο Βουλγαράκη, το Γερ. Γιακουμάτο και άλλους, που τους πάλευε όλους μόνος κι αβοήθητος ο Ευάγγελος Βενιζέλος, γεγονός που λίγο-πολύ εξακολουθεί να συμβαίνει και σήμερα. Στο ρόλο του θιασάρχη εκείνης της αδυσώπητης παράστασης που κατέστρεψε το ΠΑΣΟΚ ήταν ο Θόδωρος Ρουσόπουλος.
Με την άνοδο της ΝΔ στην εξουσία ήρθε η αποθέωση της εικονικής πραγματικότητας που ο μετρ Ρουσόπουλος εξυφαίνει αριστουργηματικά. Στηριζόμενος και στην πάντοτε δυναμική τηλεοπτική παρουσία του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, ο υπουργός Προπαγάνδας έχει στα χέρια του και το καρπούζι και το μαχαίρι.
Με υποχείριό του την κρατική τηλεόραση και διαχειριζόμενος εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ και αμέτρητα πολιτικό-οικονομικά ανταποδοτικά οφέλη, ο… Θόδωρος του νεώτερου Καραμανλή επηρεάζει έως και υπαγορεύει την εγχώρια πολιτική ειδησεογραφία στα περισσότερα από τα ΜΜΕ που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Με λυκοφιλίες, ευκαιριακές συμμαχίες, εκβιασμούς, παζαρέματα και ό,τι άλλο έχει στη διάθεσή του, αλλά και με το ανέκφραστο και ατσαλάκωτο ύφος του, ο κ. εκπρόσωπος της κυβέρνησης τελικά καταφέρνει και εξουδετερώνει κάθε αναποδιά και ανακτά κάθε απώλεια, παρά το κραυγαλέο έλλειμμα πολιτικής και δράσης αφ’ ενός, και το περίσσευμα λαθών, ανεπάρκειας και σκανδάλων αφ’ εταίρου, που μόνιμα ταλανίζουν την Κυβέρνηση Καραμανλή.
Εκτός όμως από τους άπληστους καναλάρχες, εκδότες και δημοσιογράφους, ο υπουργός Προπαγάνδας ευτύχησε να έχει στη διάθεσή του και να «συνεργάζεται» αδιαλείπτως, χρησιμοποιώντας τους με ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα ως μοχλούς του, οποία έκπληξη, τους… «γνωστούς- αγνώστους».
Όταν το Μάιο του 2006 το Παρίσι γνώρισε την τρίτη μεγαλύτερη διαμαρτυρία στην ιστορία του και άντεξε κινητοποιήσεις που μόνο μια πολύ μεγάλη πόλη μιας πολύ μεγάλης χώρας μπορεί να αντέξει, παρά τα πλάνα με τους κουκουλοφόρους, τις φωτιές, τις συμπλοκές, τη λαοθάλασσα που διαδήλωνε καθημερινά και την κυριαρχία του φόβου, το νόημα της διαμαρτυρίας δεν χάθηκε. Η εικόνα δεν κάλυψε την ουσία και οι πάντες θυμούνται ότι οι νέοι της Γαλλίας εξεγέρθηκαν για να μην τους πατήσει η νεοφιλελεύθερη μπότα, μ’ εκείνο τον απερίγραπτο νόμο που άφηνε εντελώς απροστάτευτους τους νέους εργαζόμενους.
Στην Ελλάδα τι απέμεινε από τη διαρκή αναταραχή σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης; Μετά από μήνες μαζικών κινητοποιήσεων και καταστροφών, εκτός από τους άμεσα εμπλεκόμενους, ποιος έχει σαφή εικόνα γιατί γίνονται όσα γίνονται; Αυτό που όλοι έχουν στο μυαλό και στην ψυχή τους είναι το σοκ και το δέος από τα εγκλήματα των «γνωστών- αγνώστων».
Όπου λοιπόν κοινωνική κινητοποίηση, όπου αγανάκτηση και διαμαρτυρία κατά της κρατικής αυθαιρεσίας, να ‘σου και τα κακοποιά στοιχεία που ακολουθούν τους διαδηλωτές όπως ακριβώς οι ύαινες τα θηράματά τους, περιμένοντας την αναπόφευκτη στιγμή της αδυναμίας. Αδύναμα να αντιδράσουν είναι, βεβαίως, τα σταθμευμένα αυτοκίνητα, οι κάδοι, τα πεζοδρόμια, οι τράπεζες, τα εμπορικά καταστήματα, τα εργαστήρια και τα γραφεία των πανεπιστημίων. Τα τρία τελευταία είναι και ο τελικός στόχος των κλεφτών οι οποίοι έχουν προηγουμένως δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε να τα σπάσουν και να τα λεηλατήσουν ανενόχλητοι. Εκτός από τους επιδρομείς οι μόνοι άλλοι που καμαρώνουν μπροστά στα πλάνα των βανδαλισμών και του πλιάτσικου είναι οι επικοινωνιακοί επιτελείς της εκάστοτε εξουσίας. Γιατί εκείνη την ώρα οι λόγοι που προκαλούν τις κινητοποιήσεις καίγονται από τις μολότοφ, πνίγονται από τα δακρυγόνα και καλύπτονται από τον κουρνιαχτό της μάχης και την υπερένταση των στιγμών. Τότε τα κανάλια γεμίζουν από κροκόδειλους με ξύλινες γλώσσες που δίνουν ξεδιάντροπες παραστάσεις ενώ δίπλα τους πέφτουν και ξαναπέφτουν πλάνα με φωτιές, αφιονισμένους καλικάτζαρους και αστυνόμους των ΜΑΤ που έχουν λαμπαδιάσει, που χτυπάνε γυναίκες, κλωτσούν μεσήλικες και ποδοπατάνε άσχετους περαστικούς.
Κάθε φορά που οι εγκληματίες «κλέβουν την παράσταση», οι πόλεις καταστρέφονται, οι πολίτες χάνουν, οι σύμμαχοι «Ρουσόπουλοι»-κανάλια-«γνωστοί-άγνωστοι» νικάνε. Είναι όμως μια πύρρειος νίκη αφού οι δικαστές φοβούνται να καταδικάσουν τους ελάχιστους που συλλαμβάνονται, οι αστυνομικοί φοβούνται να μπουν στα Εξάρχεια (με τελευταία τραγική συνέπεια τραυματισμένος από ομοεθνείς του αλλοδαπός να πεθάνει στο δρόμο, αβοήθητος επί πέντε ώρες!) και ο πολύς υπουργός της… Δημόσιας Τάξης(sic) να βρίσκεται πραγματικά σ’ έναν ολότελα δικό του κόσμο που καμία σχέση δεν έχει μ’ αυτόν που υποφέρει ο απλός, φοβισμένος κάτοικος τούτης της χώρας.
Γιατί η κάθε ειρηνική διαμαρτυρία, η κάθε μη βίαια αμφισβήτηση της εξουσίας είναι θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών και κάθε δημοκρατικό κράτος θα έπρεπε να προστατεύει τις κινητοποιήσεις στην πράξη. Η δουλειά της αστυνομίας θα έπρεπε να είναι, ταυτόχρονα, η περιφρούρηση των διαδηλώσεων και η διευκόλυνση των υπολοίπων πολιτών και όχι μόνο των πολιτικών. Αν γινόταν όμως αυτό οι αδικίες, οι αυθαιρεσίες και οι παρανομίες της ολιγαρχίας θα αποκαλύπτονταν σε όλο τους το μεγαλείο. Καταλήγουμε λοιπόν και πάλι στο λογικό συμπέρασμα- και όχι στη συνωμοσιολογία- ότι σε ολιγοκρατούμενες χώρες όπως η Ελλάδα, η βίαια εκτροπή των κινητοποιήσεων των «κοινωνικών εταίρων»(sic) αποτελεί στρατηγική επιλογή της εκάστοτε εξουσίας.
Έτσι διαιωνίζεται ο θρίαμβος του κατεστημένου, της «άρχουσας τάξης» που πάντα απορεί και φρίττει εκ του ασφαλούς, των δημοσιογράφων-υπηρετών της και των συνδικαλιστών-κομματικών σφουγγοκωλάριων. Κάθε βράδυ στα «παράθυρα» όλοι αυτοί δίνουν ρεσιτάλ υποκρισίας, χωρίς να ντρέπονται που την ίδια ώρα οι γνωστοί-άγνωστοι εγκληματίες ελεύθεροι κι ανενόχλητοι τους ειρωνεύονται και τους λοιδορούν.
Άεργοι, αργόσχολοι, μικροκλέφτες και μικροαπατεώνες, οι «στρατιώτες» του παρακράτους της Δεξιάς, όταν δεν έδερναν, απάρτιζαν μια ιδιαίτερη συνομοταξία ατόμων πέρα από το νόμο και κάτω από μερικούς από τους κορυφαίους πολιτικούς παράγοντες των μεταπολεμικών δεκαετιών. Κάποιοι ζουν ακόμα ανάμεσά μας, ηλικιωμένοι και παραγκωνισμένοι. Ξεχασμένοι κι άγνωστοι τώρα αλλά όχι τότε. Τον καιρό της Δεξιάς ασυδοσίας οι ροπαλοφόροι δεν ήταν κουκουλοφόροι. Ήταν περήφανοι υπηρέτες συγκεκριμένων προσώπων του μετεμφυλιοπολεμικού κατεστημένου αλλά και του ευρύτερου συστήματος. Ο τραμπουκισμός ήταν μαγκιά τους και καμάρι τους, όχημα κοινωνικής αναγνώρισης και πάροχος ποικίλων προνομίων.
Η παταγώδης κατάρρευση της Χούντας, η επακόλουθη «κάθαρση» και η συντριβή της Δεξιάς από τον Ανδρέα Παπανδρέου, παράλληλα με την είσοδο της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, άλλαξαν τα δεδομένα και στέρησαν από το συνονθύλευμα των «παραδοσιακών» παρακρατικών τη δυνατότητα συνέχισης του βιοποριστικού τους μοντέλου. Επιπρόσθετα, η εξέλιξη της κοινωνίας και η δυναμική είσοδος των ιδιωτικών ηλεκτρονικών ΜΜΕ στα δημόσια πράγματα (όπου διεκδίκησαν και πήραν μερίδιο της εξουσίας), έφερε στο προσκήνιο ένα νέο είδος ταραχοποιών που δεν άργησαν να γίνουν περιβόητοι ως οι «γνωστοί- άγνωστοι».
Κάποιοι ίσως βιάστηκαν να αποφανθούν ότι οι παλαιοτραμπούκοι απλά αντικαταστάθηκαν επάξια από αυτές τις πανταχού παρούσες συμμορίες των βανδάλων. Δεν είναι όμως καθόλου έτσι γιατί τις δεκαετίες πριν τη χούντα το πεδίο ανήκε αποκλειστικά στους ακροδεξιούς παλικαράδες που, εν γνώσει της κοινωνίας, είχαν στενή πολιτική συγγένεια με την εξουσία και ακόμα στενότερη με τα παράκεντρά της. Για παράδειγμα, οι δολοφόνοι του Γρηγόρη Λαμπράκη, Σπ. Γκοτζαμάνης και Εμ. Εμμανουηλίδης, δεν ήταν περιθωριακά στοιχεία. Το κοινωνικό, μορφωτικό και αντιδραστικό προφίλ τους αντιπροσώπευε χιλιάδες ανθρώπους σ’ όλη την Ελλάδα, έξαλλους κομμουνιστοφάγους με το αζημίωτο.
Οι σημερινοί «γνωστοί- άγνωστοι» δεν είναι υπηρέτες ενός αστυνομικού κράτους αφού, όσο κι αν πιστεύουν αλλιώς μερικοί, κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Επιπλέον, αντίθετα με τους παρακρατικούς του παρελθόντος, οι σύγχρονοι τραμπούκοι επιτίθενται στην αστυνομία και σε κάθε τι που αντιπροσωπεύει το κράτος και το κατεστημένο. Οι βανδαλισμοί των «κουκουλοφόρων» στρέφονται συνολικά και εκδικητικά κατά της κοινωνίας, χωρίς κομματικές διακρίσεις, χωρίς τον παραμικρό σεβασμό για τον κόπο και το μόχθο ακόμα και των φτωχότερων συμπολιτών τους. Δεν αποκλείεται μάλιστα και να σκοτώσουν όποιον «επώνυμο» πέσει στα χέρια τους.
Ένα παλιό αναρχικό σλόγκαν προκρίνει τη «χαρά της καταστροφής ενάντια στην καταστροφή της χαράς». Όμως το γνήσιο αναρχικό κίνημα, μετά από δεκαετίες μαχών στους δρόμους, έφτασε να αναγνωρίσει σήμερα ότι οι «γνωστοί- άγνωστοι» όχι μόνο δεν ανήκουν σ’ αυτό και δεν στρατεύονται μαζί του αλλά, απεναντίας, είναι προβοκάτορες και σαμποτέρ του αναρχικού χώρου. Δηλαδή εκ των πραγμάτων σύμμαχοι της αυταρχικής εξουσίας και των αδηφάγων ΜΜΕ που ενώ ξέρουν τη διαφορά, ανακατεύουν και εξισώνουν αναρχικούς και κοινούς εγκληματίες και τους σερβίρουν στους σαστισμένους μικροαστούς ως ένα και το αυτό. Ο περιβόητος «αντιεξουσιαστικός χώρος» παρουσιάζεται τόσο από τα Μέσα όσο και από την επίσημη πολιτεία ως ταυτόσημος με τη βία και την καταστροφή. Και όμως, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αντιπαλεύει καθημερινά την εξουσία και τις δυνάμεις καταστολής. Μαθητές, δάσκαλοι, αγρότες, εργαζόμενοι, άνεργοι, συνταξιούχοι, ακόμα και οι αστυνομικοί, κατεβαίνουν στους δρόμους και διεκδικούν δυναμικά τα δίκαιά τους και διαμαρτύρονται για την ταπεινωτική στάση που κρατάει απέναντί τους η κρατική εξουσία. Εκτός λοιπόν από τους όποιους βολεμένους, όλοι οι άλλοι είμαστε αντιεξουσιαστές. Δεν είμαστε όμως εγκληματίες. Αυτοί πρέπει επιτέλους να οριστούν και να αναγνωριστούν επακριβώς και να καταπέσει αυτό το βολικό για την εκάστοτε κυβέρνηση παραπέτασμα που τους κρύβει.
Φαίνεται όμως ότι για να καταδιώξει αποτελεσματικά η «πολιτεία» αυτά τα κακοποιά στοιχεία, πολλά από τα οποία σπέρνουν την καταστροφή και τη βία και στα γήπεδα, πρέπει πρώτα να υποψιαστούν οι πολίτες ποιοι και πως αποκομίζουν οφέλη από αυτόν τον αδιάκοπο κύκλο καταστροφών και… ομφαλοσκόπησης.
Ο 21ος αιώνας είναι ο αιώνας της επικοινωνίας και της υπεροχής του εικονικού έναντι του πραγματικού. Ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου ήταν πολύ πιο μπροστά και από τα πρόσωπα και από τα πράγματα στην εποχή του και κατόρθωσε, πολύ νωρίτερα, να «πουλήσει» στους Έλληνες μια ολότελα εικονική πραγματικότητα που ακόμα και τώρα, δέκα και πλέον χρόνια από το θάνατό του, εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να πιστεύουν ακράδαντα. Ο Κώστας Καραμανλής είναι μάλλον ο καλύτερος μαθητής του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Επτά χρόνια στην αντιπολίτευση χρειάστηκε ο Α. Παπανδρέου για να γίνει πρωθυπουργός, ακριβώς τόσα και ο Καραμανλής ο Β’ από τη στιγμή που εκλέχτηκε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, χρησιμοποιώντας γνήσια παπανδρεϊκή τακτική αλλά με το δικό του προσωπικό στυλ. Επιπλέον, ο αρχηγός της ΝΔ ευτύχησε να κάνει την πιο επιτυχημένη επιλογή του στο πρόσωπο του Θόδωρου Ρουσόπουλου ως εκπροσώπου του κόμματος και τώρα της κυβέρνησης. Ο Θ. Ρουσόπουλος μπορεί να είναι αλαζών, να προσβάλει θρασύτατα τη νοημοσύνη όποιου τον ακούει και συχνά να προκαλεί το δημόσιο αίσθημα, αποδείχτηκε όμως γκραν μετρ της επικοινωνιακής ραδιουργίας που είναι το ζητούμενο στις μέρες που ζούμε.
Στα πρώτα χρόνια της οκταετίας Σημίτη η προσοχή της κοινωνίας ήταν μαγνητισμένη από μεγάλα γεγονότα που, αν είχαν την ανάλογη επικοινωνιακή διαχείριση, ο κ. Σημίτης θα είχε ξεπεράσει τη σήψη του βαθέως ΠΑΣΟΚ και θα ήταν ακόμα πρωθυπουργός: ΟΝΕ, επιτυχείς προεδρίες στην ΕΕ, καθολικός σεβασμός από τους Ευρωπαίους εταίρους, Ολυμπιακά έργα, ένταξη της Κύπρου στην Ενωμένη Ευρώπη κ.α. Όταν όμως ένας ηγέτης είναι αντιεπικοινωνιακός, όσο κι αν δουλεύει, όσα κι αν πετυχαίνει, το εικονικό του ισοζύγιο είναι πάντα αρνητικό. Πολύ δε μάλλον όταν, όπως σε κάθε διακυβέρνηση, εκτός των θριάμβων έρχονται και καταστροφικά γεγονότα. Αυτά το ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε ποτέ να τα αποκρούσει. Πέρα όμως από την κακοτυχία, την ανικανότητα και τη διαφθορά, το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ χτυπήθηκε από μια εξαιρετικά επικοινωνιακή ομάδα-βιτρίνα στελεχών της Νέας Δημοκρατίας που, όντες στην αντιπολίτευση, είχαν κάθε πολυτέλεια λόγου. Εκτός από τον θεαματικό αλλά αφ’ υψηλού αρχηγό της, η ΝΔ έστελνε στα κανάλια τη Ντόρα Μπακογιάννη, τον Δ. Αβραμόπουλο, το Νικήτα Κακλαμάνη, το Βύρωνα Πολύδωρα, το Λευτέρη Ζαγορίτη, το Γιώργο Βουλγαράκη, το Γερ. Γιακουμάτο και άλλους, που τους πάλευε όλους μόνος κι αβοήθητος ο Ευάγγελος Βενιζέλος, γεγονός που λίγο-πολύ εξακολουθεί να συμβαίνει και σήμερα. Στο ρόλο του θιασάρχη εκείνης της αδυσώπητης παράστασης που κατέστρεψε το ΠΑΣΟΚ ήταν ο Θόδωρος Ρουσόπουλος.
Με την άνοδο της ΝΔ στην εξουσία ήρθε η αποθέωση της εικονικής πραγματικότητας που ο μετρ Ρουσόπουλος εξυφαίνει αριστουργηματικά. Στηριζόμενος και στην πάντοτε δυναμική τηλεοπτική παρουσία του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, ο υπουργός Προπαγάνδας έχει στα χέρια του και το καρπούζι και το μαχαίρι.
Με υποχείριό του την κρατική τηλεόραση και διαχειριζόμενος εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ και αμέτρητα πολιτικό-οικονομικά ανταποδοτικά οφέλη, ο… Θόδωρος του νεώτερου Καραμανλή επηρεάζει έως και υπαγορεύει την εγχώρια πολιτική ειδησεογραφία στα περισσότερα από τα ΜΜΕ που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Με λυκοφιλίες, ευκαιριακές συμμαχίες, εκβιασμούς, παζαρέματα και ό,τι άλλο έχει στη διάθεσή του, αλλά και με το ανέκφραστο και ατσαλάκωτο ύφος του, ο κ. εκπρόσωπος της κυβέρνησης τελικά καταφέρνει και εξουδετερώνει κάθε αναποδιά και ανακτά κάθε απώλεια, παρά το κραυγαλέο έλλειμμα πολιτικής και δράσης αφ’ ενός, και το περίσσευμα λαθών, ανεπάρκειας και σκανδάλων αφ’ εταίρου, που μόνιμα ταλανίζουν την Κυβέρνηση Καραμανλή.
Εκτός όμως από τους άπληστους καναλάρχες, εκδότες και δημοσιογράφους, ο υπουργός Προπαγάνδας ευτύχησε να έχει στη διάθεσή του και να «συνεργάζεται» αδιαλείπτως, χρησιμοποιώντας τους με ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα ως μοχλούς του, οποία έκπληξη, τους… «γνωστούς- αγνώστους».
Όταν το Μάιο του 2006 το Παρίσι γνώρισε την τρίτη μεγαλύτερη διαμαρτυρία στην ιστορία του και άντεξε κινητοποιήσεις που μόνο μια πολύ μεγάλη πόλη μιας πολύ μεγάλης χώρας μπορεί να αντέξει, παρά τα πλάνα με τους κουκουλοφόρους, τις φωτιές, τις συμπλοκές, τη λαοθάλασσα που διαδήλωνε καθημερινά και την κυριαρχία του φόβου, το νόημα της διαμαρτυρίας δεν χάθηκε. Η εικόνα δεν κάλυψε την ουσία και οι πάντες θυμούνται ότι οι νέοι της Γαλλίας εξεγέρθηκαν για να μην τους πατήσει η νεοφιλελεύθερη μπότα, μ’ εκείνο τον απερίγραπτο νόμο που άφηνε εντελώς απροστάτευτους τους νέους εργαζόμενους.
Στην Ελλάδα τι απέμεινε από τη διαρκή αναταραχή σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης; Μετά από μήνες μαζικών κινητοποιήσεων και καταστροφών, εκτός από τους άμεσα εμπλεκόμενους, ποιος έχει σαφή εικόνα γιατί γίνονται όσα γίνονται; Αυτό που όλοι έχουν στο μυαλό και στην ψυχή τους είναι το σοκ και το δέος από τα εγκλήματα των «γνωστών- αγνώστων».
Όπου λοιπόν κοινωνική κινητοποίηση, όπου αγανάκτηση και διαμαρτυρία κατά της κρατικής αυθαιρεσίας, να ‘σου και τα κακοποιά στοιχεία που ακολουθούν τους διαδηλωτές όπως ακριβώς οι ύαινες τα θηράματά τους, περιμένοντας την αναπόφευκτη στιγμή της αδυναμίας. Αδύναμα να αντιδράσουν είναι, βεβαίως, τα σταθμευμένα αυτοκίνητα, οι κάδοι, τα πεζοδρόμια, οι τράπεζες, τα εμπορικά καταστήματα, τα εργαστήρια και τα γραφεία των πανεπιστημίων. Τα τρία τελευταία είναι και ο τελικός στόχος των κλεφτών οι οποίοι έχουν προηγουμένως δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε να τα σπάσουν και να τα λεηλατήσουν ανενόχλητοι. Εκτός από τους επιδρομείς οι μόνοι άλλοι που καμαρώνουν μπροστά στα πλάνα των βανδαλισμών και του πλιάτσικου είναι οι επικοινωνιακοί επιτελείς της εκάστοτε εξουσίας. Γιατί εκείνη την ώρα οι λόγοι που προκαλούν τις κινητοποιήσεις καίγονται από τις μολότοφ, πνίγονται από τα δακρυγόνα και καλύπτονται από τον κουρνιαχτό της μάχης και την υπερένταση των στιγμών. Τότε τα κανάλια γεμίζουν από κροκόδειλους με ξύλινες γλώσσες που δίνουν ξεδιάντροπες παραστάσεις ενώ δίπλα τους πέφτουν και ξαναπέφτουν πλάνα με φωτιές, αφιονισμένους καλικάτζαρους και αστυνόμους των ΜΑΤ που έχουν λαμπαδιάσει, που χτυπάνε γυναίκες, κλωτσούν μεσήλικες και ποδοπατάνε άσχετους περαστικούς.
Κάθε φορά που οι εγκληματίες «κλέβουν την παράσταση», οι πόλεις καταστρέφονται, οι πολίτες χάνουν, οι σύμμαχοι «Ρουσόπουλοι»-κανάλια-«γνωστοί-άγνωστοι» νικάνε. Είναι όμως μια πύρρειος νίκη αφού οι δικαστές φοβούνται να καταδικάσουν τους ελάχιστους που συλλαμβάνονται, οι αστυνομικοί φοβούνται να μπουν στα Εξάρχεια (με τελευταία τραγική συνέπεια τραυματισμένος από ομοεθνείς του αλλοδαπός να πεθάνει στο δρόμο, αβοήθητος επί πέντε ώρες!) και ο πολύς υπουργός της… Δημόσιας Τάξης(sic) να βρίσκεται πραγματικά σ’ έναν ολότελα δικό του κόσμο που καμία σχέση δεν έχει μ’ αυτόν που υποφέρει ο απλός, φοβισμένος κάτοικος τούτης της χώρας.
Γιατί η κάθε ειρηνική διαμαρτυρία, η κάθε μη βίαια αμφισβήτηση της εξουσίας είναι θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών και κάθε δημοκρατικό κράτος θα έπρεπε να προστατεύει τις κινητοποιήσεις στην πράξη. Η δουλειά της αστυνομίας θα έπρεπε να είναι, ταυτόχρονα, η περιφρούρηση των διαδηλώσεων και η διευκόλυνση των υπολοίπων πολιτών και όχι μόνο των πολιτικών. Αν γινόταν όμως αυτό οι αδικίες, οι αυθαιρεσίες και οι παρανομίες της ολιγαρχίας θα αποκαλύπτονταν σε όλο τους το μεγαλείο. Καταλήγουμε λοιπόν και πάλι στο λογικό συμπέρασμα- και όχι στη συνωμοσιολογία- ότι σε ολιγοκρατούμενες χώρες όπως η Ελλάδα, η βίαια εκτροπή των κινητοποιήσεων των «κοινωνικών εταίρων»(sic) αποτελεί στρατηγική επιλογή της εκάστοτε εξουσίας.
Έτσι διαιωνίζεται ο θρίαμβος του κατεστημένου, της «άρχουσας τάξης» που πάντα απορεί και φρίττει εκ του ασφαλούς, των δημοσιογράφων-υπηρετών της και των συνδικαλιστών-κομματικών σφουγγοκωλάριων. Κάθε βράδυ στα «παράθυρα» όλοι αυτοί δίνουν ρεσιτάλ υποκρισίας, χωρίς να ντρέπονται που την ίδια ώρα οι γνωστοί-άγνωστοι εγκληματίες ελεύθεροι κι ανενόχλητοι τους ειρωνεύονται και τους λοιδορούν.