Thursday, June 07, 2007

Μια απ' τα ίδια

Το διάστημα από την πτώση της χούντας μέχρι και τις εκλογές του 1981 οι προεκλογικές περίοδοι είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αφ’ ενός στους Έλληνες είχε λείψει η διαδικασία, η ατμόσφαιρα και η περιπέτεια των εκλογών, αφ’ εταίρου την περίοδο εκείνη διατηρούνταν έντονη η πάλη των ιδεολογιών. Όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά παγκοσμίως. Ο Ψυχρός Πόλεμος κορυφωνόταν.

Μετά το ’85 οι πρώην πειναλέοι «σοσιαλιστές» του αείμνηστου Ανδρέα Παπανδρέου εγκατέλειψαν οριστικά την πείνα, ξύρισαν τα μουστάκια, κουρεύτηκαν και αντικατέστησαν την τριτοκοσμική τους γκαρνταρόμπα με πανάκριβα κουστούμια και χειροποίητα αξεσουάρ. Έσπευσαν να τιμωρήσουν το Δεξιό κατεστημένο συχνάζοντας στα μέρη όπου έως τότε, η επίδειξη του πλούτου ασκείτο αποκλειστικά από όσους διέθεταν τεκμήριο αστικής νομιμοφροσύνης.

Ω του θαύματος οι εκδιωγμένοι και οι εισβολείς ανακάλυψαν ταχύτατα ότι τελικά το χρώμα της γάτας πράγματι δεν έχει καμία σημασία. Ποντίκια υπάρχουν για όλους αρκεί η είσοδος νέων μελών στη γατοπαρέα να επιτρέπεται μόνο σε συγγενείς και συνεταίρους.

Τη δεκαετία του ’90 η Δαρβινική θεωρία της εξέλιξης φάνηκε καθαρά ότι ισχύει και για το είδος των πολιτικών. Εφ’ όσον τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που απαιτούνται για την πολιτική ακμή είναι δεδομένα, οι συμμετέχοντες στη νομή της εξουσίας, ανεξάρτητα κόμματος, άρχισαν να μοιάζουν πολύ μεταξύ τους. Ο λόγος τους να ταυτίζεται, το ίδιο και οι κακοί τους τρόποι, παρομοίως και η περιφρόνησή τους για τους απλούς πολίτες. Σήμερα οι προσωπικές σχέσεις μεταξύ των δύο αντιπάλων στρατοπέδων είναι στενότερες από ποτέ, παρά τον ολοκληρωτικό πόλεμο που εμφανίζονται να διεξάγουν μπροστά στις κάμερες. Αυτή η σύγκλιση πολιτικών χαρακτηριστικών και σημείων μεταξύ των δύο μεγαλύτερων αστικών κομμάτων κορυφώθηκε με την άνοδο του Κώστα Καραμανλή στην πρωθυπουργία και την προσθήκη των μηχανισμών της περιβόητης «Νέας Διακυβέρνησης» στη διοίκηση της χώρας.

Η αξέχαστη ρήση του κ. Β. Πολύδωρα από το βήμα της Βουλής, «η Νέα Δημοκρατία στην κυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία», έχει πλέον γίνει απολύτως αποδεκτή από τους (τότε σκωπτικούς) δημοσιογράφους αλλά και τους απλούς πολίτες, που διαπιστώνουν καθημερινά ότι στην πράξη η «Νέα Διακυβέρνηση» συγκυβερνά με ένα πασοκογενές δίκτυο συντεχνιακών συμφερόντων το οποίο είναι διάχυτο και εκτεταμένο σε κάθε χώρο της δημόσιας διοίκησης. Οι σκληροί πυρήνες των κομματικών μηχανισμών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ αντιλήφθηκαν ότι ένας πραγματικός πόλεμος μεταξύ τους δεν θα παρήγε έναν νικητή που θα τα έπαιρνε όλα, αλλά θα άφηνε και τους δύο κατεστραμμένους και θα έδινε την ευκαιρία σε κάποιο αουτσάιντερ να κάτσει στα τραπέζι τους με αξιώσεις. Την ώρα λοιπόν που οι ηγεσίες ανταλλάσουν φαρμακερά βέλη και επιδεικνύουν τις ικανότητές τους στα πικρόχολα και ειρωνικά σχόλια, το ενιαίο κομματικό παρακράτος εργάζεται σε πλήρη αρμονία για να παραμείνει αλώβητο ανεξάρτητα από τη λαϊκή ετυμηγορία.


Όταν οι Παπανδρέου χάνουν εκλογές, για τους ίδιους και την παράταξή τους ισχύει το «οι εκλογές πέθαναν, ζήτω οι εκλογές!». Στο ΠΑΣΟΚ η προεκλογική περίοδος που ξεκίνησε το χειμώνα του 2003 παραμένει σε ισχύ. Δεν σταμάτησε ποτέ. Σε ισχύ παραμένει και η εξάρτηση του εκάστοτε αντιπολιτευόμενου κόμματος από την καταστροφολογία. Παρακολουθώντας, τότε, την ακούραστη, ανελέητη και επίμονη λεκτική πολιορκία του βουλευτή- αρχηγού Κώστα Καραμανλή κατά του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη, πολλοί Έλληνες υπέθεσαν ότι η ήττα του ΠΑΣΟΚ θα έφερνε επιτέλους μια περίοδο ηρεμίας και ψυχικής ξεκούρασης που τόσο την είχαν ανάγκη. Έκαναν λάθος.
Σήμερα, ο παλαιότερα αμήχανος και αμέτοχος παρατηρητής Γ. Παπανδρέου, παρά τα σαρδάμ και τη μόνιμη εντύπωση ότι τα έχει λίγο χαμένα, με τη σειρά του κι αυτός ακούραστα, επίμονα, μονότονα και με απόλυτη πίστη στο Γκεμπελικό «κατηγορείτε, κατηγορείτε, στο τέλος κάτι θα μείνει», υπακούει πειθήνια στους συμβούλους του και διαρκώς κακολογεί προσωπικά τον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή. Θυμίζει όμως ο κ. Παπανδρέου τον απελπισμένο Ινδό αγρότη που με φωνές και χειρονομίες πασχίζει να φοβίσει τον ελέφαντα να φύγει απ’ το χωράφι του. Τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ χτυπιούνται απαιτώντας να πάρουν πίσω την εξουσία. Υπόσχονται να μην κάνουν τα αίσχη της Νέας Δημοκρατίας. Υπόσχονται να μην ξανακάνουν το πλιάτσικο του παρελθόντος. Τι ακριβώς θα κάνουν όμως, και πως, δε λένε. Είτε δεν έχουν ιδέα, είτε δεν ξέρουν περισσότερα απ’ όσα και ο Κώστας Καραμανλής.

Για άλλη μια φορά, μια από τα ίδια.

Θα περίμενε κανείς ότι η εκ πρώτης όψεως ενδιαφέρουσα προοπτική πεντακομματικής Βουλής, που τόσοι εκθειάζουν ως καλοδεχούμενη βελτίωση του πολιτεύματος μας, θα έριχνε το βάρος αυτής της προεκλογικής εκστρατείας περισσότερο στην παρουσίαση, προώθηση και υποστήριξη των προγραμμάτων που τα κόμματα χρησιμοποιούν ως εισιτήρια για την εξουσία, και λιγότερο στις τακτικές δολιοφθοράς κατά των αντιπάλων προσωπικά. Το γεγονός ότι διατηρείται ακόμα σε ισχύ η από δεκαετιών συμπεφωνημένη μεταξύ ΜΜΕ και κομματικών επιτελείων στρατηγική, οι εκλογές να παρουσιάζονται ως επικές προσωπικές συγκρούσεις από τις οποίες η ουσιαστική πολιτική αντιπαράθεση αποβάλλεται ως ασύμφορη, δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι και η επόμενη κυβέρνηση που θα προκύψει, όποιου κα να ναι, μια απ’ τα ίδια θα ναι.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το αποτέλεσμα των επερχόμενων εκλογών θα ξαναφέρει τη Νέα Δημοκρατία πρώτο κόμμα. Η μεγάλη σπέκουλα γίνεται για τη διαφορά από τους άλλους. Εφόσον, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η επόμενη βουλή θα είναι πεντακομματική, τότε πως θα έχουμε κυβέρνηση μια απ’ τα ίδια; Και ποια είναι αυτά τα «ίδια»;

Σχεδόν όλη η πολιτική αρθρογραφία τα τελευταία δύο χρόνια διαπιστώνει διάφορους βαθμούς κυβερνητικής απραξίας. Απόλυτης, αν αντηχεί τις θέσεις του ΠΑΣΟΚ, έως διακριτής, σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα του φιλοκυβερνητικού τύπου. Πόσο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η φήμη του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή ως «απόντος» και της κυβέρνησής του ως «ανύπαρκτης»; Ο καθένας δικαιούται τη γνώμη του και σίγουρα αυτή βασίζεται σε γνώση, παρατηρήσεις και εντυπώσεις. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει όμως ότι είμαστε πολίτες της Ελλάδας. Της χώρας του «μη χειρότερα». Σ’ αυτόν τον αναρχοκρατούμενο τόπο όπου διαφεντεύει ο ατομικισμός και η απληστία, οι πολιτικές πρωτοβουλίες εμπεριέχουν πολύ υψηλότερο ρίσκο από ότι στις «νορμάλ» χώρες του κόσμου όπου υπάρχει υψηλό αίσθημα κοινωνικής ευθύνης και ορθολογικής συμπεριφοράς στις σχέσεις κράτους- πολίτη.
Οι Αμερικανοί λένε «if it works, don’t fix it». Αν δουλεύει, μη το φτιάχνεις. Με αυτό το απλό σκεπτικό, ακόμα και ένας υπερ-εργατικός πρωθυπουργός όπως ο Κώστας Σημίτης, θα προτιμήσει να φτιάχνει δρόμους και στάδια παρά να τολμήσει ριζοσπαστικές θεσμικές παρεμβάσεις με τις οποίες αφ’ ενός ρισκάρει το ανεξέλεγκτο, αφ’ εταίρου θα χαρίσει τη «μπάλα» στον αντίπαλο που καιροφυλακτεί, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, προκειμένου να του αρπάξει την εξουσία.

Με τον παλαιότερο αντιπολιτευόμενο λόγο του και τις προεκλογικές του εξαγγελίες ο Κώστας Καραμανλής έχει προ πολλού αποδείξει ότι, θεωρητικά, γνωρίζει και εκείνος άριστα τι θα έπρεπε να αλλάξει σ’ αυτή τη χώρα. Η ίδια η χώρα όμως εμφανίζεται να ζει κάτω από μια ιδιότυπη ομηρία από τις προαναφερθείσες δικτυωμένες κομματικές συντεχνίες-συμμορίες.
Αλλά αν κάποιος δει πιο προσεκτικά, αυτό το καθεστώς δεν μας επιβάλλεται απ’ έξω, ή από κάποιες ακατονόμαστες σκοτεινές δυνάμεις. Δυστυχώς είμαστε όμηροι του κακού μας εαυτού. Ή έστω ενός μεγάλου αλλά οπισθοδρομικού κομματιού της κοινωνίας μας, που όμως δεχόμαστε να το συντηρούμε και να το διατηρούμε και από αυτό, αντί των θεσμών, περιμένουμε να διεκπεραιωθούν τα καθημερινά μας ζητήματα και να σχεδιαστεί το μέλλον μας.
Σε ένα τέτοιο στρεβλό σύστημα όπου οι η συμμετοχή είναι ποικιλότροπη και σχεδόν καθολική, το να διαμαρτυρόμαστε, εκτός από παράδοξο είναι και υποκριτικό και ασόβαρο. Ακόμα και αν πραγματικά ήθελαν οι διάφοροι πολιτικοί ηγέτες να «επανιδρύσουν» το κράτος, μια αυθόρμητη διακομματική λαϊκή πλειοψηφία, μεγαλύτερη από εκείνη που τους έδωσε την εξουσία, θα τους το απαγόρευε. Κάτω τα χέρια από το σύστημα! Το σύστημα αυτό βολεύει τα 2/3. Αυτούς τους πολίτες αντιπροσωπεύουν οι πολιτικοί κι ας εκλέγονται απ’ όλους.

Η «Νέα Διακυβέρνηση» λοιπόν εφαρμόζει το «αν δουλεύει, μη το φτιάχνεις» αφού έτσι τα 2/3 μένουν ανενόχλητα στη βολή τους. Έχει μάλιστα κάθε λόγο να χαίρεται γιατί με αυτό το δόγμα ο γενικός δείκτης του ΧΑΑ αγγίζει τις 5000 μονάδες, χωρίς φούσκες, χωρίς «παπαγαλάκια», χωρίς ένθερμη κυβερνητική υποστήριξη της χρηματαγοράς. Με «απόντα» τον πρωθυπουργό και «αόρατη» την κυβέρνηση, η Ελληνική οικονομία διανύει μια περίοδο εκρηκτικής μεγέθυνσης παρά το ράλι του πετρελαίου και τις προφητείες για μεταολυμπιακό κραχ. Βεβαίως αυτή η ευημερία δεν αφορά όλους τους Έλληνες. Αφήνει τον ένα στους τρεις απ’ έξω. Δεν είναι αυτό μια από τα ίδια; Ήταν ποτέ διαφορετικά; Βλέπει κανένας κάποιους άλλους, διαφορετικούς «Απόστολους» γύρω από το «Μεσσία» Γιώργο Παπανδρέου, για να πιστέψει ότι την επόμενη τετραετία ένα «άλλο» ΠΑΣΟΚ θα κάνει τα θαύματα που περιμένουν οι losers της κοινωνίας μας για να βολευτούν κι αυτοί;

Θαύματα δεν γίνονται αλλά η Ελληνική κουλτούρα απαιτεί να τα επικαλείται ή και να τα σκηνοθετεί, αν κάποια πολιτική «θρησκεία» προσδοκά να εισέλθει με αξιώσεις στη «γατοπαρέα». Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν η ελληνορθόδοξη πίστη αποτελεί, ή εμφανίζεται ως, στυλοβάτης μιας καθαρά κομματικής business.

Ξεκινώντας από τους ολιγάριθμους ψηφοφόρους του ως ταπεινός βουλευτής της ΝΔ, ο ανεξάρτητος πια Γιώργος Καρατζαφέρης έφτασε σε λίγα χρόνια στο 4,5%. Με το γνωστό θράσος που τον χαρακτηρίζει, ο ίδιος υποκρίνεται ότι του ανήκει το 7% του εκλογικού σώματος. Υποκρίνεται επίσης ότι για χάρη του καθημερινά αλλαξοπιστούν έως και δεκάδες κομμουνιστές! Εφ’ όσον θεωρεί τον εαυτό του και ιεροκήρυκα, ο αρχηγός και ρομφαία του ΛΑΟΣ κ. Γ. Καρατζαφέρης μπορεί να λέει ό,τι θέλει και να επικαλείται και θαύματα. Αυτή η ελάχιστη απήχηση όμως που ο ίδιος έχει στους Έλληνες, δεν είναι θαύμα. Του τη χάρισαν τα δύο κόμματα εξουσίας με την ανεπάρκειά τους να κυβερνήσουν υπέρ όλων των Ελλήνων αντί μόνο των 2/3. Στον κ. Καρατζαφέρη πιστώνεται ότι είναι ο μόνος πολιτικός αρχηγός που δεν εκφέρει ξύλινο λόγο. Του χρεώνεται όμως ότι και αυτός υποτιμά, τόσο πολύ, τη νοημοσύνη των συμπολιτών του. Ότι περιμένει ώστε η απελπισία των φτωχών Ελλήνων, η αγανάκτηση των πατριωτών και η φρίκη των θρησκόληπτων θα φτάσει σε τέτοιο βαθμό που ο ίδιος θα επαναλάβει το θρίαμβο του Αδόλφου Χίτλερ που από το 2,6% του Μαΐου του 1928, με την ανεργία των 20 εκατομμυρίων Γερμανών και την εθνική ταπείνωση της άλλοτε αυτοκρατορίας, πήρε το Μάρτιο του 1933 το 44% και την Καγκελαρία.

Στην Ελλάδα του σήμερα τέτοια εφιαλτικά θαύματα δεν γίνονται, όσες δεήσεις κι αν κάνουν οι φίλοι του και ο ίδιος ο Γ. Καρατζαφέρης. Το όνειρό του ότι με μια πεντακομματική Βουλή δεν θα σχηματίζεται κυβέρνηση και ότι θα έρθει η σειρά του να πάρει την εντολή και να, με ένα θαύμα(!) θα γίνει πρωθυπουργός, είναι σενάριο για επιστημονικό θρίλερ. Βεβαίως οι εκλογείς δικαιούνται να αποφασίσουν κατά πόσο ο άνθρωπος αυτός τους αντιπροσωπεύει. Θα πρέπει όμως να τον ελέγξουν και πέρα από τον επιτηδευμένο λόγο του. Να διεισδύσουν βαθύτερα στην προσωπικότητά του. Να αμφισβητήσουν τη σπουδή των ΜΜΕ που τον προβάλουν επειδή τον προτιμούν οι διαφημιστές αυτοκινήτων και κινητών τηλεφώνων.

Πριν από 70 και πλέον χρόνια, κραυγάζοντας μπροστά στις χιλιάδες των ένστολων οπαδών του, ο Α. Χίτλερ δεν υποκρινόταν. Δήλωνε ανοιχτά ότι όταν αναλάβουν οι Ναζί την κυβέρνηση θα καταργήσουν τα αστικά πολιτικά κόμματα. Θα καταστρέψουν τη δημοκρατία, που όμως την εκμεταλλεύονταν για να αρπάξουν την εξουσία, αφού για τα επόμενα χίλια χρόνια η Γερμανία θα είναι αυτοί. Ο Χίτλερ ήταν ωμά ειλικρινής, ευθύς, σίγουρος για τον εαυτό του και δεν παρακαλούσε κανέναν. Γι αυτό και οι συγκρίσεις με τον Καρατζαφέρη αδικούν το Χίτλερ.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?