Monday, December 04, 2006

Το Σύνδρομο της Κορέας

Οι επίμαχες παράγραφοι του Άρθρου 16 του Συντάγματος (η υπογράμμιση είναι του γράφοντος):

1. H τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες. Η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Kράτους. H ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα.

5. H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους.

8. H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.




Τις μέρες αυτές ακούγεται κατά κόρον από τις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα ότι η συζήτηση για το Άρθρο 16 «αφορά το μέλλον των παιδιών μας». Αξίζει τον κόπο να δούμε πιο προσεκτικά ποιους πραγματικά αφορούν, ή δεν αφορούν, οι συνέπειες της ενδεχόμενης αλλαγής του συγκεκριμένου Άρθρου.
Πρώτα απ’ όλα οι γόνοι της εγχώριας ολιγαρχίας, της οποίας οι εκπρόσωποι συγκρούονται δημοσίως υπέρ ή κατά του Άρθρου 16, ουδόλως επηρεάζονται από την έκβαση της μάχης. Είτε ιδρυθούν μη κρατικά «πανεπιστήμια» είτε όχι, τα παιδιά των εύπορων Ελλήνων πάντα θα σπουδάζουν (και) στο εξωτερικό. Γιατί δεν είναι μόνο η ανώτερη ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης στα αναγνωρισμένα σχολεία της αλλοδαπής, αλλά η συνολική εμπειρία που αποκομίζει ο κάθε θετικά προδιατεθειμένος νέος άνθρωπος από τη ζωή στις προηγμένες Δυτικές κοινωνίες. Οι ευκαιρίες για μάθηση στο εξωτερικό, σε προπτυχιακό τουλάχιστον επίπεδο, δεν απέχουν υπερβολικά από τις αντίστοιχες στα ελληνικά πανεπιστήμια. Εκεί που οι συγκρίσεις χάνουν το νόημά τους είναι όταν αφορούν στα εκπαιδευτικά συστήματα, στη λειτουργία των πανεπιστημίων, στις σχέσεις τους με τις τοπικές κοινωνίες, στο σεβασμό και στην προστασία του πανεπιστημιακού περιβάλλοντος και, εν τέλει, στην ποιότητα της ζωής μέσα στις πανεπιστημιουπόλεις. Ποιότητα ζωής για όλους, εργαζόμενους και φοιτητές. Πέρα όμως από τις σπουδές τους, στο εξωτερικό οι νέοι εκτίθενται σε μια παράπλευρη και πιθανά πολυτιμότερη παιδεία: αυτή που τους επιβάλλεται από την οργάνωση του κράτους που τους φιλοξενεί.
Έτσι όμως δημιουργείται η απορία, αφού εδώ και δεκαετίες εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες έχουν προικιστεί με την πολύτιμη εμπειρία των σπουδών σε ξένα πανεπιστήμια, γιατί η Ελλάδα παραμένει μια οπισθοδρομική χώρα, αποτελματωμένη και δεσμευμένη διαχρονικά από τις ίδιες ιδιοτελείς δυνάμεις;
Γιατί οι περισσότεροι απ’ όσους επιστρέφουν δεν έρχονται για να ανατρέψουν το σύστημα που ευθύνεται για τα προνόμιά τους αλλά για να το διαιωνίσουν. Ταυτόχρονα, αυτό το ίδιο διεφθαρμένο σύστημα διώχνει τους καλύτερους, με αποτέλεσμα η χώρα μας να στερείται τον πλούτο που παράγουν αλλά και το εργασιακό και κοινωνικό τους ήθος που τόσο έχουμε ανάγκη. Για μια ακόμα φορά λοιπόν, οι προβεβλημένοι από τα ΜΜΕ δεν διαξιφίζονται υπέρ όλων αδιακρίτως των νέων Ελλήνων αλλά υπέρ των ψήφων που επιζητούν να συλλέξουν από τις μάζες των μη προνομιούχων πολιτών. Έτσι εξηγούνται οι παραλογισμοί που ακούγονται, γράφονται και προβάλλονται καθημερινά, πνίγοντας μέσα στο βόμβο τους τον σώφρονα λόγο.

Η ίδρυση «μη κρατικών- μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων» λένε πολλοί, είναι η μόνη λύση για τη σωτηρία της ανώτατης παιδείας στην Ελλάδα. Άλλοι μάλιστα προτείνουν την απόλυτη κατάργηση όλων των περιορισμών ώστε να εισβάλει η ιδιωτική πρωτοβουλία και με συνοπτικές διαδικασίες να «καθαρίσει» μιας και δια παντός. Θεωρούμε ότι και οι δύο θέσεις αιθεροβατούν και, αν δεν δικαιολογούνται από την άγνοια, εγείρουν την υποψία ότι υποκρύπτουν άλλους σκοπούς.

Ακούγονται κάποιες αερολογίες ότι π.χ. η ΓΣΕΕ, η Εκκλησία, κάποιοι Δήμοι(!) θα ήταν σε θέση να ιδρύσουν «πανεπιστήμια». Εννοούν όμως Σχολές, μόνο. Πανεπιστημιακού, λένε, επιπέδου. Ποιος σοβαρός φορέας θα δώσει σ’ αυτά τα σχήματα διαπίστευση ότι πρόκειται για «πανεπιστήμια»; Είναι αυταπόδεικτο ότι όσοι επιμένουν σε τέτοιες φαντασιώσεις δεν ξέρουν τι είναι το Πανεπιστήμιο.

Επιπλέον, δεν ξέρουν τι θα πει «μη κερδοσκοπικό». Το ότι το «πανεπιστήμιο» αυτό δεν θα ανήκει σε ΝΠΙΔ δεν σημαίνει ότι δεν θα επιδιώκει να επιτυγχάνει κέρδος. Θα το επιδιώκει, υποχρεωτικά. Το μη κερδοσκοπικό δεν είναι δωρεάν. Θα καταβάλλονται δίδακτρα. Τα πάντα θα πωλούνται με το νόμιμο ποσοστό κέρδους, το οποίο κέρδος όμως δια νόμου θα επανεπενδύεται εξολοκλήρου στο Πανεπιστήμιο, που θα φροντίζει για την αδιάκοπη εισροή πόρων ώστε να παραμένει ανταγωνιστικό. Η πασίγνωστη συνταγή της επιτυχίας όλων των υπέρ-πανεπιστημίων του κόσμου είναι ότι πλαισιώνονται από θυγατρικές εταιρίες και διαθέτουν εξόχως αποτελεσματικούς εισπρακτικούς μηχανισμούς που χρησιμοποιούν όλο το φάσμα του σύγχρονου marketing για να πουλήσουν από επιστημονικό έργο μέχρι αυτοκόλλητα με τη μασκότ του πανεπιστημίου. Επιπλέον εργάζονται εντατικά για την προσέλκυση δωρεών, χορηγιών και ανταποδοτικών συμφωνιών τόσο με τις τοπικές όσο και με τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και μάλιστα ανταγωνίζονται σκληρά μεταξύ τους για να κερδίσουν τα δεδομένα κεφάλαια. Δηλαδή πρακτικές ομολογουμένως εντελώς ξένες με αυτά που η κοινή γνώμη στην Ελλάδα θεωρεί ως modus operandi για την ανώτατη εκπαίδευση. Εν ολίγοις, μη κερδοσκοπικό σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν ιδιώτες μέτοχοι στους οποίους θα αποδίδονται μερίσματα από τα κέρδη. Μη κερδοσκοπικό δεν σημαίνει τζάμπα.

Έτσι γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι ένα δημόσιο πανεπιστήμιο που χρηματοδοτείται αποκλειστικά από έναν χρονίως ανεπαρκή κρατικό προϋπολογισμό δεν μπορεί ποτέ να ανταγωνιστεί κάποιο άλλο που λειτουργεί σαν επιχείρηση του Fortune 500. Άλλη όμως λύση εκτός από το κλείσιμο του δημόσιου πανεπιστημίου δεν υπάρχει;

Ας δούμε τώρα το «μη κρατικό» σκέλος. Εδώ προκύπτουν δύο ερωτήματα-καταπέλτες:

-Από πού θα δοθούν τα δεκάδες έως εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ που απαιτούνται για να χτιστεί, εξοπλιστεί, οργανωθεί, στελεχωθεί και λειτουργήσει ένα πλήρες σύγχρονο και ανταγωνιστικό πανεπιστήμιο, αν δεν πρόκειται για επιχειρηματικό έργο;
- Ποιος μη κρατικός (και μη κερδοσκοπικός) φορέας θα αναλάβει να σχεδιάσει, να κατασκευάσει και να διαχειριστεί ένα έργο που το μέγεθός του θα είναι συγκρίσιμο με την οργάνωση χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων;

Η ίδρυση ενός Πανεπιστημίου που θα επιτύχει διεθνή αναγνώριση (όχι υποχρεωτικά επιστημονικές περγαμηνές, έστω αναγνώριση των πτυχίων του από τα θεσμοθετημένα και διεθνώς αποδεκτά όργανα αναγνώρισης των τίτλων σπουδών) δεν έχει καμία σχέση με την πρόχειρη ανακαίνιση ενός νεοκλασικού ή μιας πολυκατοικίας στο κέντρο της Αθήνας και το ακόλουθο θέατρο με πρωταγωνιστές αγόρια και κορίτσια που έχοντας πληρώσει (οι γονείς τους) χιλιάδες ευρώ, αυθυποβάλλονται στην ιδέα ότι είναι σεβαστοί πτυχιούχοι ξένων πανεπιστημίων υψηλού κύρους…

Εφ’ όσον αναφερόμαστε στα λεγόμενα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών (ΚΕΣ) τα οποία στηρίζονται με πολύ έξυπνο τρόπο στην πρακτική του Franchising, όπου franchiser είναι ένα ξένο πανεπιστήμιο, με ή χωρίς εισαγωγικά, και franchisee μια οποιαδήποτε επιχείρηση στην Ελλάδα, είναι επιβεβλημένο να επαναλάβουμε αυτό που πολλοί άλλοι πριν από μας έχουν αναδείξει:
Ότι οι επιχειρήσεις αυτές εκμεταλλεύονται την ανεπάρκεια του νόμου διεξάγοντας ένα διαρκές σλάλομ μεταξύ του αρμόδιου Υπουργείου Ανάπτυξης και του αναρμόδιου ΥΠΕΠΘ για να παραμένουν ανεξέλεγκτες. Έχουν, συνολικά, εντυπωσιακό κύκλο εργασιών (της τάξεως των 200 εκατ. ευρώ ετησίως), υψηλότατο διαφημιστικό «μπάτζετ» και μερικές δεκάδες χιλιάδες «φοιτητές». Βλέποντας τα εντυπωσιακά μεγέθη της υποτιθέμενα τριτοβάθμιας παραπαιδείας, πολλοί πλανώνται ότι μόλις ανατραπεί το εμπόδιο του Άρθρου 16, ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί γίγαντες του εξωτερικού θα εισβάλλουν στην Ελλάδα επενδύοντας εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Το συμπέρασμα αυτό είναι πολύ βιαστικό και κατά τη γνώμη μας λάθος.

Ένας ιδιωτικός, ακόμα και μη κερδοσκοπικός, φορέας, δεν επενδύει με κοινωνικά κριτήρια. Οι έρευνες αγοράς μπορεί να δείχνουν ότι υπάρχει έντονη ζήτηση για πανεπιστημιακές σπουδές στην Ελλάδα αλλά η ίδια η αγορά «φωνάζει» εδώ και δεκαετίες, ότι δεν μπορεί να απορροφήσει τις δεκάδες χιλιάδες των πτυχιούχων που κάθε χρόνο παράγουν τα κρατικά πανεπιστήμια, συν όσους έρχονται από το εξωτερικό. Υπό αυτές τις συνθήκες οι πολυεθνικές της ανώτατης εκπαίδευσης δεν έχουν λόγο να έρθουν και να επενδύσουν περισσότερα στη Ελλάδα, αφού αφ’ ενός το Ελληνικό αγοραστικό κοινό θα πάει μόνο του στο εξωτερικό και, αφ’ εταίρου, άλλες χώρες τους προσφέρουν πολύ καλύτερες προοπτικές με τεράστια κέρδη. Για παράδειγμα τα ανατολικοευρωπαϊκά κράτη, η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, κ.α.

Γι αυτό τα ΚΕΣ παραμένουν περιορισμένα σε αντικείμενα διδασκαλίας χαμηλής εντάσεως κεφαλαίου, όπως η Διοίκηση Επιχειρήσεων και οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Εξαιρετικά αποκαλυπτική εξαίρεση ανάμεσα στα δεκάδες ψεύτο-κολλέγια, αποτελεί το Athens Information Technology, www.ait.gr, που αποδεικνύει πόσο δύσκολο και πανάκριβο είναι το εγχείρημα της άψογης μεταφοράς σπουδών ανωτάτου επιπέδου από το εξωτερικό στην Ελλάδα, ακόμα και όταν πρόκειται για ένα πολύ περιορισμένο γνωστικό πεδίο, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι τα δίκτυα πληροφορικής. Στο παράδειγμα του ΑΙΤ δεν έχουμε μια προσπάθεια ανταγωνισμού κάποιων από τις ανάλογες σχολές των Ελληνικών Πολυτεχνείων αλλά για ένα πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών που αφορά ελάχιστους νέους επιστήμονες και που δεν προσφέρεται πουθενά αλλού στην Ευρώπη. Σημειώστε ότι στο ΑΙΤ το κριτήριο εισαγωγής είναι ένα και μοναδικό: ο βαθμός του πτυχίου από κρατικό πανεπιστήμιο...
Με ποια λογική λοιπόν κάποιοι, ακόμα και με τις ευγενέστερες προθέσεις, θα έχτιζαν κι άλλα πανεπιστήμια στην Ελλάδα, για να ανταγωνιστούν τους χιλιάδες αποφοίτους του ΕΜΠ, η του Παν/μίου Κρήτης για παράδειγμα, ή της Νομικής Αθηνών, ή των Ιατρικών Σχολών της χώρας; Δεν θα κουραστούμε να επαναλαμβάνουμε ότι θα χρειαζόντουσαν τεράστιες επενδύσεις αλλά για ένα αποτέλεσμα που η χώρα σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν σε θέση να αξιοποιήσει.

Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι οι νεοφιλελεύθεροι φωνακλάδες που έχουν για θεό τους την ασύδοτη αγορά, αγνοούν ή αψηφούν τη λειτουργία αυτού ακριβώς που πιστεύουν.

Είναι αλήθεια ότι κάποια από τα δημόσια πανεπιστήμια στην Ελλάδα δεν πληρούν ούτε τα στοιχειώδη απαιτούμενα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Είναι αλήθεια ότι μέσα στο λεγόμενο Διδακτικό- Επιστημονικό Προσωπικό βρίσκονται άνθρωποι αμφίβολου ήθους που κινούνται έξω από τα όρια του νόμου. Είναι αλήθεια ότι ούτε στα πανεπιστήμιά μας εφαρμόζεται η αξιοκρατία και ότι ο χώρος της ανώτατης εκπαίδευσης δεν διαφέρει από οποιονδήποτε άλλο επαγγελματικό χώρο. Είναι αγκυλωμένος, σκοτεινός και ύποπτος. Μέσα απ’ αυτό το χώρο όμως αρκετοί Έλληνες επιστήμονες με τον προσωπικό τους μόχθο, με προσωπικές θυσίες και ενάντια σε μυριάδες εμπόδια, αντικίνητρα και κρατική αδιαφορία ή ακόμα και σαμποτάζ, κατορθώνουν να παράγουν ερευνητικό έργο σώζοντας την αξιοπρέπεια της χώρας στο διεθνές επιστημονικό πεδίο. Πέρα από αυτό, αρκετοί Έλληνες μεταπτυχιακοί φοιτητές στο εξωτερικό εντυπωσιάζουν με τις επιδόσεις τους και δημιουργούν μια πολύ κολακευτική αίσθηση για τα Ελληνικά πανεπιστήμια, που μπορεί να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αλλά καλώς δημιουργείται. Γιατί λοιπόν κύριοι του φιλελεύθερου οικονομικού ρεύματος, δεν αναγνωρίζετε τον αγώνα των λίγων αλλά εκλεκτών και επιδιώκετε το «θάνατο» όλων;

Δυστυχώς στο λάκκο με τους νεοφιλελεύθερους πέφτουν πρόθυμα και οι νέο-σοσιαλιστές. Κι αυτοί μιλάνε για ανταγωνισμό αλλά μόνο από «μη κερδοσκοπικά- μη κρατικά» ανώτατα ιδρύματα. Εκτός από τα παραπάνω αναφερθέντα, η αντίρρηση εδώ αφορά και στη δυνατότητα επίτευξης υγιούς ανταγωνισμού. Ας μας δείξει κάποιος ένα παράδειγμα όπου σε κάποια χρονική στιγμή μία αγορά στην Ελλάδα λειτούργησε «υγιώς» ανταγωνιστικά. Η πραγματικότητα είναι πως η Ελληνική οικονομία ελέγχεται και θα εξακολουθήσει να ελέγχεται για πολλές ακόμα κυβερνητικές θητείες, από ισχυρότατα ολιγοπώλια. Οι Έλληνες είναι εγκλωβισμένοι σ’ αυτή τη μοίρα και έχουν μάθει να λειτουργούν οικονομικά μέσα σ’ αυτό το σύστημα, πληρώνοντας το επιπλέον κόστος σαν να είναι ένας έμμεσος φόρος. Τον οποίο καρπώνονται βεβαίως οι δεσπότες της αγοράς και όχι το δημόσιο ταμείο.

Λογικά, η μάχη κατά των στρεβλώσεων της οικονομίας θα έπρεπε να προηγείται της μάχης για τον εκσυγχρονισμό της παιδείας αφού το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο. Βλέπουμε όμως ότι γίνεται οργανωμένη προσπάθεια ένταξης στον στρεβλό ιδιωτικό έλεγχο, του τελευταίου οχυρού της κοινωνίας: των πανεπιστημίων.

Στη χώρα που ζούμε η ιδιωτική πρωτοβουλία μονίμως προηγείται της κρατικής μέριμνας. Από το ράβε- ξήλωνε στις αναρχοδομημένες συνοικίες μέχρι την αναρχοκρατούμενη ραδιοτηλεοπτική αγορά. Στο ίδιο κουβάρι ευτυχούν εδώ και είκοσι χρόνια τα ΚΕΣ-«φαστσπουδάδικα». Ποια αρχή θα εγγυηθεί ότι την τροποποίηση του Άρθρου 16 θα ακολουθήσει άμεσα η ψήφιση ενός ξεκάθαρου, δίκαιου, πρακτικού και αδιάβλητου νόμου, του οποίου η τήρηση θα επιβάλλεται από συγκεκριμένη υπηρεσία του κράτους, χωρίς παρεκκλίσεις;

Τα δεδομένα του τόπου στον οποίο ζούμε συνιστούν ότι αν δοθεί Συνταγματική άδεια για την είσοδο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην ανώτατη παιδεία τότε θα ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου και αφ’ ενός θα αναπτυχθούν νέα λαμπρά παιδία εγκληματικής δραστηριότητας, αφ’ εταίρου το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα στο σύνολό του θα εκτεθεί σε θεσμική δολιοφθορά.

Η αναθεώρηση του Συντάγματος δίνει τη σπάνια ευκαιρία να προνοήσουμε έναντι των απαιτήσεων του σήμερα και του αύριο. Αναμφίβολα η Παιδεία πρέπει να είναι ψηλά στις προτεραιότητες της αναθεώρησης αλλά, πρώτο, που είναι ο διάλογος για τα άλλα κορυφαία ζητήματα που επίσης χρήζουν αναθεώρησης και αφορούν στην ποιότητα του πολιτεύματος της χώρας μας και, δεύτερο, από τα τόσα οξύτατα προβλήματα που αντιμετωπίζει όλο το φάσμα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, η Συνταγματική απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι το σπουδαιότερο; Ή μήπως οι κομματικοί και εσωκομματικοί πολέμαρχοι (με την αμέριστη συμπαράσταση των ΜΜΕ) ανασύρουν το συγκεκριμένο ζήτημα ως εύχρηστο πυρομαχικό στον αδιάκοπο πόλεμο που διεξάγουν μεταξύ τους;

Η λύση για την πρόοδο της ανώτατης παιδείας στην Ελλάδα δεν είναι η κατάργηση της παραγράφου 8, του άρθρου 16 του Ελληνικού Συντάγματος. Η λύση είναι πράγματι πολύ δυσκολότερη και θα απαιτήσει πολυμέτωπο αγώνα για όποιον κυβερνήτη θελήσει να τηρήσει τον όρκο του και να εγείρει το καθήκον πάνω από τις συντεχνίες και το πολιτικό κόστος. Αντί για την εύκολη πρόσθεση περιττών μη κρατικών «πανεπιστημίων», να αποκρατικοποιήσουμε αυτά που έχουμε και που ενδεχομένως είναι ήδη πολλά. Η ίδρυση και η ιδιοκτησία τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να παραμείνει αποκλειστικό δικαίωμα της πολιτείας αλλά μέχρι εκεί. Η διαχείριση/διοίκησή τους αποτελεί ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα για το οποίο άλλοι είναι ειδικότεροι του γράφοντος για να το αναπτύξουν.

Όσο για τον προσχηματικό, άσπρο-μαύρο «διάλογο» του οποίου όλοι είμαστε μάρτυρες, θυμίζει… Κορέα. Στη χώρα εκείνη πρώτος στόχος των εργαζομένων δεν είναι η παραγωγή έργου αλλά η δημιουργία της εντύπωσης στον παρατηρητή ότι δουλεύουν σκληρά. Φαίνεται ότι τελικά οι Έλληνες πολιτικοί υιοθέτησαν το συγκεκριμένο Κορεατικό ήθος και αναζητούν τρόπους να θορυβούν και να περιδινούνται χωρίς να βρέχονται, μέσα στη θάλασσα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα, υποκρινόμενοι τους σκληρά εργαζόμενους.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?