Saturday, June 24, 2006

Διακοπές σουπερντούπερ- σούπερουάου… Καλά, κόψε κάτι..! (Μέρος 2ο)

Το δίδυμο Λευκάδα-Ιθάκη το διαλέξαμε για τους εξής λόγους: όχι πάλι Κυκλάδες αλλά ούτε και υπερτουριστικά Επτάνησα (π.χ. Κέρκυρα, Κεφαλονιά), όχι καθυστερήσεις στα λιμάνια, ευελιξία στο πρόγραμμά μας αφού όλη η διαδρομή γίνεται οδικώς, αποφυγή του πλήθους όσο ήταν δυνατό και καινούριες παραστάσεις.

Συμπτωματικά είδα προ ημερών ένα ρεπορτάζ για τη φρίκη της Κορίνθου-Πατρών... Ξεκινήσαμε Παρασκευή 20 Αυγούστου κατά τις 12 το μεσημέρι, φτάσαμε στην Κόρινθο άνετα, μέσω της Αττικής Οδού, αλλά μόλις περάσαμε τον κόμβο Κορίνθου-Τριπόλεως με το τεράστιο πλάτος του, το ιπτάμενο κατσαριδάκι μας προσγειώθηκε απότομα. Είχα να οδηγήσω ο ίδιος τη διαδρομή Πάτρα- Αθήνα από το 1987, όταν γυρνούσα οδικώς από τας Ευρώπας. Τώρα, 19 χρόνια αργότερα, έκανα την αντίστροφη πορεία. Ήταν άλλη μια δυνατή απογοήτευση. Από Αθήνα προς Κόρινθο όντως έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα, ειδικά τώρα που προστέθηκαν τα τούνελ στην Κακιά Σκάλα. Μεταξύ Κορίνθου και Πάτρας όμως, το ΠΑ του περιβόητου ΠΑΘΕ, η εμπειρία με έκανε να στεναχωρηθώ και να ντραπώ σαν πολίτης αυτής της godforsaken χώρας, να εκνευριστώ ενθυμούμενος τις συχνές γελοιότητες των πολιτικάντηδων που επισκέπτονται τις περιοχές κατά μήκος του δρόμου με τις κάμερες στο κατόπι τους, κοροϊδεύοντας με τα σιχαμερά συνθήματα «για μια Ελλάδα που…». Θυμήθηκα το Γιωργάκη που πηγαινοέρχεται αυτή τη διαδρομή λόγω δεσμών με την Αχαΐα. Δεν βλέπει; 100 χρόνια την πηγαινοέρχονται οι Παπανδρέου. Ακόμα και ο δικτάτορας Παπαδόπουλος Αχαιός ήτανε. Αλλά και ο ωραιότατος πρώην Πρόεδρος Κ. Στεφανόπουλος, κι αυτός Αχαιός, αυτό το δρόμο τον ξέρει καλύτερα απ’ όλους. Από την Πάτρα περνάει το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού εμπορίου της χώρας. Ή τρελοί είναι όλοι τους, ή μαλάκες ή εγκληματικά ανεύθυνοι ή όλα μαζί.
Η διαδρομή αυτή δεν έχει βουνά, δεν έχει χαράδρες, δε χρειάζονται γέφυρες, δε θέλει τούνελ. Επίπεδη και ευθεία είναι. Και καρμανιόλα. Η προσωπική διαπίστωση πόσο εύκολα μπορεί να σκοτωθεί κανείς προς ή από Πάτρα είχε σαν αποτέλεσμα να οδηγώ φοβισμένος και διαπορών μέχρι την αποκάλυψη της γέφυρας του Ρίου. Εθνικός δρόμος, λέει, στενός, χωρίς ενδιάμεσο διάζωμα, με ξεχαρβαλωμένο οδόστρωμα, λάθος κλίσεις στις στροφές (λεπτομέρειες…) και χωρίς ίχνος της περιλάλητης Τροχαίας Εθνικών Οδών. Ίχνος περιπολικού εν κινήσει δεν είδαμε, ούτε στο πήγαινε, ούτε στο έλα.

Το ’87, όταν κατέβηκα από το φέρρυ στην Πάτρα, ξαφνικά ένοιωσα το αυτοκίνητο να χτυπιέται στο δρόμο. Είχα οδηγήσει τρείς μέρες από το Άμστερνταμ μέσω Γερμανίας, Γαλλίας, Ελβετίας και Ιταλίας χωρίς τον παραμικρό κραδασμό. Ξαφνικά βγαίνοντας από το λιμάνι φοβήθηκα ότι κάτι είχε πάθει το ολοκαίνουριο αυτοκίνητό μας.
Κατέβηκα και βλέποντας τον πετσοκομμένο δρόμο μπήκα στο νόημα… Λοιπόν, το 2006 ο δρόμος αυτός, βασικό κομμάτι του εθνικού οδικού δικτύου, παραμένει άθλιος, ανεπαρκής και δολοφονικός. Όσο σκέφτομαι πώς υποδεχόμαστε τους ξένους που κατεβαίνουν από τα πλοία στην Πάτρα για να συνεχίσουν είτε προς Πελοπόννησο είτε προς Αθήνα, ντρέπομαι…

Τέλος πάντων, αφού θαυμάσαμε τη συγκλονιστική αλλά πανάκριβη Γέφυρα για την οποία υπολόγισα ότι τα συνολικά τρία λεπτά που ήμασταν πάνω της (aller-retour), μας κόστισαν 20 ευρώ (δηλαδή ακριβότερα κοστίζουν τα 3 λεπτά πάνω στη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου απ’ όσο κοστίζουν πολλά περισσότερα πάνω στην κορμάρα μιας πόρνης), συνεχίσαμε προς Λευκάδα όπου και φτάσαμε κατά τις 16:30. Δωμάτιο δεν είχαμε κλείσει.
Μετά από διεξοδική έρευνα στο Ίντερνετ, πολλά τηλεφωνήματα σε ξενοδόχους και αρκετές συνεντεύξεις γνωστών που είχαν πάει στο νησί, καταλήξαμε ότι τέτοια εποχή η προσφορά δωματίων είναι αθρόα και δεν θα ρισκάραμε να στείλουμε προκαταβολή στα τυφλά (μάθαμε έχοντας πάθει). Ξεκινήσαμε το ψάξιμο από τον Αγ. Νικήτα απ’ όπου φύγαμε άρον-άρον γιατί αυτό που νομίζαμε ότι θα μας άρεσε ήταν τελικά χωρίς θέα, άσκημο και το κυριότερο για μας, αν και απομεσήμερο, ο Αγ. Νικήτας ήταν πολύβουος.
Με τις σημειώσεις από το Ίντερνετ ανά χείρας και δοκιμάζοντας το αυτοκινητάκι μας σε έναν ανηφορικό μπαζωμένο χωματόδρομο, καταλήξαμε μετά από λίγο σε ένα μαγικό μέρος, πάνω από μια θεαματική παραλία που λέγεται Μύλος. Εκεί στο γκρεμό πάνω από το απέραντο τουρκουάζ, κάποιοι εξαιρετικά καλαίσθητοι Λευκαδίτες επιχειρηματίες, νέοι, άνετοι, χαλαροί, είχαν μόλις χτίσει ένα μικρό συγκρότημα πέτρινων κατοικιών που ήταν λες και είχε βγει από το Architectural Digest. Μείναμε άφωνοι. Αλλά για πολλοστή φορά χτυπηθήκαμε από τη σκληρή πραγματικότητα. Η φτηνότερη τιμή που μπορούσαν να μας κάνουν ήταν 200 ευρώ η βραδιά. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Η συζήτηση με τους ιδιοκτήτες, προσωπικά τουλάχιστον, μου άφησε τραύματα. Ήταν στην ηλικία μου και είχαν τέτοια οικονομική άνεση από τον όμιλο των επιχειρήσεών τους, που το συγκεκριμένο συγκρότημα το διέθεταν μόνο αν επρόκειτο να πάρουν πολλά λεφτά. Αλλιώς δεν τους ένοιαζε καθόλου να μένει κενό. Μας έδειξαν την… προεδρική σουίτα, ένα μεγάλο διώροφο πέτρινο σπίτι που θα το ζήλευε οποιοδήποτε αρχοντικό στο Μέτσοβο. Αυτό πήγαινε για 800 ευρώ τη βραδιά. Μας είπαν ότι πρόσφατα το είχαν δώσει σε ένα νεαρό επιχειρηματία που ήρθε με την κοπέλα του για δύο εβδομάδες και ο οποίος είχε κλείσει και το διπλανό οίκημα, προς 400 ευρώ, για να μην τον ενοχλεί κανένας… Δηλαδή 1200 ευρώ τη μέρα για να έχει ο κύριος την ησυχία του και να απολαμβάνει την ασύλληπτη θέα. Έτσι μάλιστα. Με τέτοια λεφτά και το ανάλογο αυτοκίνητο να σε πηγαίνει σε μέρη απάτητα, δέχομαι ότι επιτυγχάνει κανείς το σουπερντούπερ-σουπερουάου. Αν και ο παράγων γκόμενα μπορεί εύκολα να τα τινάξει όλα στον αέρα και να γυρίσει ο οποιοσδήποτε πίσω τρελαμένος…
Για μας η ξενάγηση στο συγκεκριμένο συγκρότημα ήταν τελικά μια τραυματική εμπειρία που δεν την επιδιώξαμε. Πείτε μας αιθεροβάμονες αλλά προσωπικά στενοχωρήθηκα περισσότερο γιατί αυτά τα άκουσε και η φίλη μου. 1200 ευρώ δεν ήταν ούτε ο συνολικός προϋπολογισμός και των δύο μας για όλες τις διακοπές μας. Αισθάνθηκα inferior…

Ήμασταν λοιπόν κάπου τρείς ώρες στην όμορφη Λευκάδα και τα πράγματα εξελισσόντουσαν μάλλον άχαρα. Τελικά αφού γυρίσαμε τα περίχωρα, βρήκαμε επιτέλους κάτι που μας άρεσε σε ένα καταπράσινο λόφο ευθεία πάνω απ’ το Κάθισμα. Το δωμάτιο ήταν ευρύχωρο, καθαρό, κακόγουστα διακοσμημένο όπως είναι όλα τα ενοικιαζόμενα δωμάτια των 50 ευρώ και γεμάτο με τεράστια πράσινα γρυλάκια τα οποία η φίλη μου έντρομη απαίτησε να τα βρω όλα και να τα εξαφανίσω. Αυτά τα πλάσματα ήταν παντού και σε κοιτούσαν άφοβα με τα τεράστια μάτια τους. Αν τους ζάλιζες τον έρωτα απλά περπατούσανε πιο πέρα. Οι ντόπιοι ή τα πιάνουνε και τα πετάνε μακριά ή τα σουτάρουνε λες και είναι μπάλες στο σημείο του πέναλτι. Οι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου, ένα ζευγάρι στα σαραντακάτι, μας φάνηκαν συμπαθείς και κοινωνικοί. Παρασκευή απόγευμα λοιπόν και καθίσαμε λίγο να ηρεμίσουμε μετά από τέτοια κουραστική μέρα, στο κοινόχρηστο μπαλκόνι, μπροστά στην πόρτα του δωματίου μας. Δίπλα μας ήταν άλλα δύο διαμερίσματα, κενά. Μείναμε με την εντύπωση ότι έτσι θα παραμείνουν τα πράγματα… Την επόμενη μέρα, Σάββατο πρωί, παίρναμε το πρωινό μας στο μπαλκόνι όταν κατέφθασαν τρία αυτοκίνητα, κάπου δέκα άνθρωποι, τέσσερα μικρά παιδιά, πάμπολλα μπαγκάζια, και άρχισαν να εγκαθίστανται με πάταγο στα δύο διπλανά διαμερίσματα περνώντας κυριολεκτικά από πάνω μας, την ώρα που επιχειρούσαμε να νοιώσουμε την πρώτη μας εμπειρία από πρωινό ξύπνημα στη Λευκάδα.

(συνεχίζεται)

This page is powered by Blogger. Isn't yours?