Wednesday, September 05, 2007
Αύγουστος χωρίς φεγγάρι
Το θέαμα του ήλιου που βυθίζεται σ’ έναν ορίζοντα πνιγμένο στους καπνούς είναι συγκλονιστικό. Τη δύση πάνω απ’ τις φωτιές καμία ανθρώπινη παλέτα δεν μπορεί να την αποδώσει. Ακόμα και εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, οι άνεμοι μεταφέρουν τη γλυκόπικρη μυρωδιά του φρέσκου κάρβουνου αλλά και τους κόκκους της στάχτης. Τα αποκαΐδια μπήκαν παντού. Στα σπίτια, στα πνευμόνια, στις ψυχές μας.
Δέντρα, ζώα, άνθρωποι, καίγονταν επί δέκα μέρες μέσα σ’ έναν απέραντο φούρνο. Αυτούς τους δυστυχείς τους είδαμε όλοι. Τώρα είναι η ώρα να δούμε και τους απέξω. Να αντικρύσουμε τους εαυτούς μας αλλά και όλους όσοι τολμούν πάνω από τις καμένες ζωές να σπεύδουν να εκμεταλλευτούν το θάνατο και την καταστροφή, σαν ύαινες που καταβροχθίζουν αδιακρίτως όποια σάρκα βρεθεί ανήμπορη μπροστά τους.
Για λίγες στιγμές να γυρίσουμε με το βλέμμα στο κενό και να επεξεργαστούμε την εικόνα, τον ήχο και την πλοκή που απλόχερα μας πρόσφεραν τα ΜΜΕ όλες αυτές τις μέρες της φρίκης. Βέβαια το θέαμα και η οσμή της τραγωδίας θα κρατήσει για πολύ καιρό αλλά η μνήμη της δεν πρέπει να σβηστεί ποτέ. Αυτή τη φωτιά πρέπει να την κρατήσουμε στο μυαλό μας για πάντα αναμμένη. Όπως και τις ευθύνες, τις συμπεριφορές, τα λόγια και τις πράξεις όλων όσοι παλεύουν λυσσαλέα για ένα κομμάτι από την πίττα της εξουσίας, αλλά που την ώρα του αγώνα ήταν παράλυτοι. Αυτοί οι παραλυμένοι από το φόβο και το δέος, όταν η φωτιά χόρτασε πια και κουράστηκε να καίει, βγήκαν όλοι τους σαν τα σκουλήκια μετά τη βροχή και ζητάνε τώρα και την επιδοκιμασία για το μη χειρότερα. Καλά κάνουν, αφού η ανοχή των Ελλήνων στην προσβολή της νοημοσύνης και της αξιοπρέπειάς τους είναι, προφανώς, τεράστια. Το περιθώριο των πολιτικών για ακόμα περισσότερες, ακόμα μεγαλύτερες προσβολές ενάντια στους απλούς πολίτες θα φανεί ξεκάθαρα στις επερχόμενες εκλογές, όταν παρά το μέγεθος της συμφοράς και το απύθμενο της ξεφτίλας, ο «Ελληνικός λαός» θα σπεύσει και πάλι να υποκύψει στην εγκληματική αυτή ολιγαρχία με αντάλλαγμα ένα ταπεινό και επισφαλές βόλεμα.
Το εθνικό, περιβαλλοντικό, οικονομικό, πολιτιστικό και ανθρωπιστικό πλήγμα που υπέστη η Ελλάδα φέτος το καλοκαίρι, μόνο με την τετράχρονη ναζιστική κατοχή μπορεί να συγκριθεί. Έτσι και η κυβερνητική εκστρατεία παραπληροφόρησης και συγκάλυψης των πραγματικών συνθηκών που συνέβαλαν στην καταστροφή της Πελοποννήσου, της Εύβοιας και της Αττικής, μόνο με τη ναζιστική προπαγάνδα μπορεί να συγκριθεί και μάλιστα με αυτή των τελευταίων ημερών του Ράιχ.
Κουτοπόνηρα, υποκριτικά και με το γνωστό ασύστολο θράσος που διαθέτουν οι πολέμαρχοι της εξουσίας, οι κυβερνήτες του τόπου έσπευσαν να αποδώσουν ευθύνες σε ορατούς κι αόρατους εχθρούς, στους ανέμους, στα ίδια τα δάση που ήταν ξερά, στους πολιτικούς τους αντιπάλους και στην… κακιά ώρα.
Πριν από εκατό χρόνια ρωτήθηκε ο μεγάλος εξερευνητής Ρόαλντ Άμουντσεν (Roald Amundsen) ποιο ήταν το μυστικό της κατάκτησης του Νότιου Πόλου και τι απαντά σ’ αυτούς που λένε ότι ήταν απλά τυχερός. Είπε λοιπόν ο θρυλικός Νορβηγός εξερευνητής ότι τα πάντα εξαρτώνται από την προετοιμασία. Όταν είσαι καλά προετοιμασμένος την επιτυχία σου κάποιοι θα την αποδώσουν στην τύχη. Αντίστροφα, όταν δεν είσαι προετοιμασμένος, κάποιοι θα σε πουν άτυχο.
Η Ελλάδα είναι διαχρονικά απροετοίμαστη, ανοχύρωτη έναντι της φύσης γενικότερα και όχι μόνο έναντι των περιβόητων «ακραίων καιρικών φαινομένων». Την εβδομάδα προ της πυρκαγιάς, οι χώρες του Κόλπου του Μεξικού υπέστησαν τον τυφώνα Dean ο οποίος πέρασε με ταχύτητα που έφτανε τα 300 χλμ την ώρα. Οι Έλληνες είναι αδύνατο να συλλάβουμε ανέμους αυτής της έντασης, ούτε καν της μισής. Μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα συμβεί αν η χώρα μας προσβληθεί από τροπικό τυφώνα για δυο- τρεις μέρες;
Τον Ιούλιο εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στη Βρετανία αντιμετώπισαν πρωτοφανείς πλημμύρες. Τεράστιες εκτάσεις μετατράπηκαν σε λίμνες από τις οποίες εξείχαν μόνο οι στέγες των σπιτιών. Πριν από μερικά χρόνια το ίδιο είχε συμβεί στην κεντρική Ευρώπη όταν ξεχείλισε ο Δούναβης. Υπάρχει σύγκριση αυτών των καταστροφών με τις πλημμύρες στον Εύρο, τις χειρότερες που έχει υποστεί η Ελλάδα;
Η Ιαπωνία ζει και προοδεύει με σεισμούς που έχουν μέσο όρο έντασης κοντά στα 7 Ρίχτερ. Σε κάθε κυβερνητική θητεία συμβαίνει τουλάχιστον ένας τέτοιος σεισμός. Εναέριοι αυτοκινητόδρομοι γκρεμίζονται, συνοικίες ισοπεδώνονται, παντού βρέχει τζάμια και ότι άλλο αντικείμενο αποκολλάται από τα κτίρια που κινούνται σαν εκκρεμή. Σε πολλές από τις Ιαπωνικές ακτογραμμές βλέπει κανείς κατασκευές που θυμίζουν οχυρά. Είναι πράγματι οχυρά, ενάντια σε ενδεχόμενο τσουνάμι. Σ’ αυτή την πλέον σεισμοπαθή χώρα του κόσμου λειτουργούν πάνω από 40 (σαράντα) πυρηνικά εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής. Έχει καμία σχέση η ζωή στην Ελλάδα με αυτές τις συνθήκες; Τα 5,9 Ρίχτερ στην Πάρνηθα, το Σεπτέμβριο του 1999, κόντεψαν να γκρεμίσουν τη μισή Αθήνα. Μπορείτε να φανταστείτε σεισμούς σαν της Ιαπωνίας, τι κακό θα προξενούσαν στη χώρα μας;
Στην Ελλαδίτσα παλεύουμε με μελτέμια, βροχούλες, χιονάκια και «καύσωνα» 40 C. Εκεί που το θερμόμετρο δεν κατεβαίνει ποτέ κάτω από τους 50 βαθμούς, τι άνθρωποι ζούνε;
Πριν πάμε στην Πελοπόννησο ας συλλογιστούμε λίγο την πολύπαθη Εύβοια. Είναι ένας νομός όμορος της Αττικής με εξαιρετικές φυσικές ομορφιές που τον κατέστησαν δημοφιλή τουριστικό προορισμό. Επιπλέον, διαθέτει αγροτική οικονομία, βιομηχανικές μονάδες καθώς και το εργοστάσιο της ΔΕΗ στο Αλιβέρι. Με τόση προίκα θα περίμενε κανείς ότι ο νομός Ευβοίας θα ήταν από τους ευτυχέστερους της επικράτειας. Και όμως, σε πολλά χωριά της Εύβοιας οι κάτοικοι αισθάνονται ακρίτες. Μετά από 30 χρόνια «αλλαγής», «εκσυγχρονισμού» και «νέας διακυβέρνησης», δίπλα στην Αθήνα δεν υπάρχουν επαρκείς υγειονομικές υπηρεσίες, δεν υπάρχει κοινωνική μέριμνα, δεν υπάρχουν υποδομές. Το οδικό δίκτυο είναι απαράδεκτο, οι οικοδομικές αυθαιρεσίες τρόπος ζωής και το αποτέλεσμα κάθε χειμώνα να αποκλείονται μεγάλα τμήματα του νησιού από τις πλημμύρες και τους αυτοσχέδιους χείμαρρους. Κάθε χειμώνα στην Εύβοια παλεύουν με τα λασπόνερα και τα χιόνια, και κάθε καλοκαίρι με τις φωτιές. Παρ’ όλα αυτά στην Εύβοια οι εργολάβοι κάνουν χρυσές δουλειές…
Και τώρα η Πελοπόννησος. Την εποχή της Τουρκοκρατίας η Πελοπόννησος ήταν τόσο πλούσια, παρά τον Οθωμανικό ζυγό, που δεχόταν συχνές επιδρομές από πεινασμένους και εξαθλιωμένους Στερεοελλαδίτες. Γι αυτό το λόγο οι Πελοποννήσιοι αρχικά δεν ήθελαν να γίνει η Στερεά Ελλάδα κομμάτι του Ελληνικού κράτους για το οποίο αγωνιζόντουσαν! Παρά την κακή φήμη που μισοαστεία-μισοσοβαρά έχουν οι Μανιάτες, οι Μεσσήνιοι, οι Ηλείοι, οι Πατρινοί και οι υπόλοιποι, ο τόπος τους μοιάζει να είναι ευλογημένος. Η γη τους είναι και όμορφη και καρπερή. Το ίδιο και οι θάλασσές τους. Όμως τα πάθη, η καταστροφή του Εμφυλίου και η ενδημική ανικανότητα των κυβερνώντων να αναπτύξουν την «περιφέρεια» οδήγησαν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στη μόνη διέξοδο, που ήταν η φυγή για την πρωτεύουσα ή και το εξωτερικό.
Μετά την κάθοδο των Αλβανών και άλλων Βαλκάνιων λαθρομεταναστών στην Ελληνική ύπαιθρο, οι ντόπιοι μετακόμισαν από τα χωράφια στα καφενεία. Τις πρώτες ώρες της φωτιάς η πρέφα και το τάβλι εξακολουθούσαν να είναι η προτεραιότητα τους. Τα χωριά της Πελοποννήσου μπορεί να διατηρούν μια ξεχωριστή γραφικότητα αλλά με μια προσεκτική ματιά ανακαλύπτει κανείς αποκαρδιωτικές λεπτομέρειες. Υπάρχουν δυο όψεις στα Πελοποννησιακά βουνά. Αλλού φτώχεια, αλλού ευημερία. Παντού όμως αντιλαμβάνεται κανείς την κρατική ανυπαρξία.
Όποιος είχε μάτια είδε. Τα χωριά είναι ασυντήρητα. Τα περισσότερα κρατιούνται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, περιμένοντας τους καλοκαιρινούς επισκέπτες. Μόνο που φέτος δεκάδες απ’ αυτά τα επισκέφτηκαν οι φλόγες και δεν έλεγαν να φύγουν. Όσες οικογένειες είχαν νέους ανθρώπους να παλέψουν, πάλεψαν. Οι περισσότεροι έσωσαν τα σπίτια τους, τουλάχιστον. Τα γερόντια δεν είχαν καμία τύχη. Τα σπίτια που μέσα κι έξω έμοιαζαν με παλιατζίδικα λαμπάδιασαν σαν χολιγουντιανά εφέ.
Ίσως μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για το θάνατο και την καταστροφή των Αυγουστιάτικων πυρκαγιών έχουν οι τοπικές κοινωνίες. Αυτό φαίνεται ότι σχεδόν όλοι φοβούνται ή ντρέπονται να το πουν. Γι αυτό ακούγονται τόσες πολλές βλακείες και τόσο λίγες αλήθειες.
Μέσα στη ραστώνη και γιατί όχι, στην τεμπελιά τους, οι κάτοικοι των πληγεισών περιοχών αιφνιδιάστηκαν. Για μια τουλάχιστον μέρα δεν προέβησαν σε καμία ουσιαστική προσπάθεια αντίδρασης. Υπάρχει η έννοια της πολιτικής άμυνας (που ήταν μάλιστα και μάθημα στα σχολεία, επί δικτατορίας). Πρέπει δηλαδή ο κάθε πολίτης, άμεσα, με ψυχραιμία να εκτιμά μια επερχόμενη καταστροφή και να αντιδρά με γνώση και με λογική για να προστατέψει τον εαυτό του, τους οικείους του και την περιουσία του, στο μέτρο του δυνατού. Οι περισσότεροι απλοί χωρικοί αλλά και οι παραθεριστές δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν με κανένα άλλο τρόπο πλην των εκκλήσεων για βοήθεια. Τους περισσότερους από τους δυστυχείς που πέθαναν δεν τους σκότωσαν οι φλόγες. Τους είχε κάψει εκ των προτέρων ο πανικός, και ακόμα νωρίτερα τους είχε καταδικάσει η αν-ετοιμότητα. Όπου ξεχώρισαν κάποιοι θαρραλέοι, ψύχραιμοι δουλευταράδες, οι οποίοι ρίχτηκαν στις φλόγες μόνοι τους ή μαζί με λίγους πεισμωμένους κι ευσυνείδητους πυροσβέστες, αν τους έβρισκαν, η φωτιά περιορίστηκε.
Εκεί όμως που η δυσοσμία των ευθυνών σταδιακά δυναμώνει είναι όταν αρχίζουμε να σκαλίζουμε τα αποκαΐδια της εξουσίας, ξεκινώντας από την τοπική.
Τι θα πει «ηγεσία»; Ποιος είναι «ηγέτης»; Είναι αυτός που μιλάει πιο πολύ; Που φωνάζει περισσότερο απ’ τους άλλους; Ο θρασύτερος όλων; Ο μεγαλύτερος ψεύτης; Αν αυτή είναι η περιγραφή του ηγέτη τότε όσο σκληρό κι αν ακούγεται, αν είχαν τέτοια τοπική ηγεσία, οι πληγέντες είναι άξιοι της τύχης τους.
Αν οι δήμαρχοι και οι λοιποί αφεντάδες των καμένων περιοχών είχαν συναίσθηση των καθηκόντων τους και τη φαντασία να ανταπεξέλθουν σ’ αυτά, θα είχαν φροντίσει για την άμυνά τους. Θα είχαν ετοιμάσει τα λιτά τους μέσα. Θα είχαν σχέδιο συνεργασίας μεταξύ τους αφού ήξεραν άριστα ότι με όλη την Ελλάδα στις φλόγες θα αφήνονταν στην τύχη τους. Θα είχαν προετοιμαστεί έστω με το νερό των πηγαδιών, με γεννήτριες, με τα τρακτέρ και τις τσάπες τους, για να αποψιλώσουν την περίμετρο των χωριών τους. Θα καθάριζαν τις αυλές των σπιτιών από τα ξερόχορτα και από ό,τι παλιατσαρία στοίβαζαν εκεί για χρόνια. Θα το έκαναν έστω κι από την πρώτη ώρα των πυρκαγιών. ΘΑ ΕΠΙΤΗΡΟΥΣΑΝ ΤΙΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΥΘΑΙΡΕΤΕΣ ΧΩΜΑΤΕΡΕΣ ΤΟΥΣ. Θα πήγαιναν πόρτα- πόρτα να μιλήσουν στους γέροντες και στις γερόντισσες να μην ανάβουν ούτε καντήλι για λίγες μέρες. Θα είχαν το νου τους στον κάθε παλαβό του χωριού. Όλοι ξέρουν τις προθέσεις, τις παραξενιές και τα απωθημένα των αλλονών. Ας ήταν όλοι καχύποπτοι με όλους. Η εγρήγορση και η καχυποψία θα τους γλύτωνε κι ας άφηναν τα παχύδερμα της Αθήνας στον τηλεοπτικό τους ψευτοπόλεμο.
Ελάχιστοι αξιωματούχοι της τοπικής αυτοδιοίκησης αντέδρασαν έγκαιρα. Οι περισσότεροι πρόδωσαν την ψήφο των συμπολιτών τους, πάτησαν τον όρκο τους και τράπηκαν σε φυγή φωνάζοντας για την ανυπαρξία του κράτους και για το μέγεθος του κακού που τους βρήκε, λες και ήταν άμοιροι των πάντων. Είναι οι σύγχρονοι ριψάσπιδες στους οποίους οι ποικίλοι τηλεπαρουσιαστές πρόσφεραν αμέσως άλλοθι:
- Είναι εμπρησμός κύριε δήμαρχε;
- Ναι, ναι, βέβαια, εμπρησμός!
Τι να πεις ρε κακομοίρη για να κρύψεις την εγκληματική σου αμέλεια; Ακούστηκαν απίστευτες βλακείες όπως ότι οι εμπρηστές ανέβαιναν σε απάτητες βουνοκορφές για να τις κάψουν. Δηλαδή πως ανέβαιναν, λοκατζήδες ήταν; Έκαναν μέρες πορεία από κορυφή σε κορυφή σπέρνοντας τη φωτιά;
Αν όμως ανάψει ένας σκουπιδότοπος, αν ένα μπουκάλι διαλυτικό μέσα σ’ ένα σωρό οικοδομικά σκουπίδια πεταμένα σε μια ρεματιά αναφλεγεί από τη ζέστη, τότε τα μποφόρ θα εκτοξεύσουν τις φλόγες από τη μια άκρη της Πελοποννήσου μέχρι την άλλη μέσα σε 48 ώρες.
Αν την ίδια στιγμή κάποιοι συμφεροντολόγοι τσελιγκάδες εκμεταλλευτούν τις συνθήκες για να ‘χουν χώμα έτοιμο, ώστε τα πρωτοβρόχια να τους χαρίσουν βοσκή για τα κοπάδια τους, οι φωτιές θα απλωθούν στον Ταΰγετο και στον Πάρνωνα σε 48 ώρες.
Αν ο τρελός του χωριού δεν επιτηρείται, αν οι έχθρες και οι βεντέτες δεν καταστέλλονται έστω τις μέρες του κινδύνου, αν τα γερόντια αφήνονται μόνα τους να ανάβουν φωτιές, αν όλοι ξαποστέλνουν τα σκουπίδια τους όπου βρουν, σε αγρούς και δάση που πνίγονται απ’ τα ξερόκλαδα, αν πετάνε ανάμενα τσιγάρα, αν αυτοί που έχουν διεκδικήσει το καθήκον να προστατεύουν τον τόπο τους από το κακό αδιαφορούν για το σύνολο τέτοιων εμπρηστικών πρακτικών, τότε όσο ανίκανη κι αν είναι η όποια κυβέρνηση και το όποιο κράτος, οι τοπικοί άρχοντες και οι κοινότητες που τους εκλέγουν έχουν ακέραιο το μερίδιο της ευθύνης τους και μάλιστα με μια αβάσταχτη διαφορά από τους πρωτευουσιάνους αφεντάδες: ο θάνατος κι ο χαλασμός χτυπάει στον τόπο τους κι όχι στην πλατεία Συντάγματος και στα μοδάτα καφέ του Κολωνακίου.
Οι φωτιές στα περιαστικά δάση της Αττικής όπως και σε πολλά παραθαλάσσια τουριστικά μέρη σ’ όλη την Ελλάδα ανήκουν σε άλλη κατηγορία όσον αφορά στις αιτίες τους. Μία παραμένει βέβαια κοινή, η λαθραία απόθεση σκουπιδιών και οικοδομικών αποβλήτων οπουδήποτε βολεύει τους μεταφορείς τους. Ακόμα και στα τουριστικότερα μέρη της Ελλάδας, στα δημοφιλέστερα νησιά, κατά μήκος των δρόμων που οδηγούν σε πανέμορφες παραλίες, οι επισκέπτες διαρκώς προσπερνούν σωρούς μπάζων, πεταμένων δίπλα ή σχεδόν στη μέση του δρόμου. Αυτό βέβαια είναι συχνό φαινόμενο και στις Αθηναϊκές λεωφόρους.
Το μπαράζ πυρκαγιών σε μέρη-φιλέτα φυσικά δεν είναι τυχαίο αλλά ούτε υπακούει σε οργανωμένο σχέδιο. Σε ολόκληρη τη χώρα οι τοπικές μαφίες των οικοπεδοφάγων, των καταπατητών, των δασοσφετεριστών, περιμένουν όλο το χρόνο μέχρι να φτάσει η παραγγελία τους: καύσωνας με μποφόρ. Φέτος ο πρωθυπουργός-σαίνης τους τη σερβίρισε και με σιρόπι εκλογών. Προφανώς αυτοί οι εγκληματίες δασοφάγοι είχαν καλύτερη πληροφόρηση απ’ όλους σχετικά με την ημερομηνία των πρόωρων εκλογών: άρχισαν την πυρπόληση της Πεντέλης την ίδια μέρα, πριν καν προλάβει ο υπουργός προπαγάνδας να ανακοινώσει τις εκλογές! Σε σύγκριση με τον ερασιτέχνη υπουργό Δημόσιας Τάξης και τους ζαλισμένους από τις έριδες, τις ελλείψεις και από το ολοκαύτωμα της Αχαΐας στρατηγούς της Πυροσβεστικής, οι υπεράνω πάσης υποψίας περιαστικοί εμπρηστές είναι άριστοι επαγγελματίες και απόλυτα αφοσιωμένοι στο σκοπό τους: να μοσχοπουλήσουν και την τελευταία σπιθαμή και του τελευταίου δάσους, ακόμα κι αν χρειαστεί να ξανακάψουν κι αυτά που έχουν ήδη κάψει, χτίσει και πουλήσει.
Κλείνοντας αυτή τη μακροσκελή παράθεση των παρατηρήσεων από το ολοκαύτωμα της Πελοποννήσου, θα υπογραμμίσουμε την ανάγκη οι Έλληνες να μάθουν την αλήθεια σχετικά με την επέκταση της φωτιάς στην Αρχαία Ολυμπία. Γιατί αυτό το κεφάλαιο της συμφοράς έχει ιδιαίτερες προεκτάσεις. Επίσης θα πρέπει οι πολίτες να εκτιμήσουν την ανόητη έως εγκληματική φιλολογία περί ενδεχόμενης τρομοκρατικής διάστασης του πύρινου κύματος. Θα πρέπει οι πολίτες να αναρωτηθούν γιατί κάποιοι από τους κυβερνόντες, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού, δεν δίστασαν να ρισκάρουν ένα τρομερό πλήγμα στην τουριστική μας βιομηχανία, στο γόητρο της χώρας, στις διεθνείς μας σχέσεις, στο αίσθημα ασφάλειας των πολιτών και στο διάλογο που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να προωθούν προκειμένου να συνεισφέρουν σε ένα γόνιμο προεκλογικό στοχασμό. Γιατί προτάθηκε ο εξωτικός και άγνωστος στο ευρύτερο κοινό όρος «ασύμμετρες απειλές»; Ήταν μια έξυπνη ιδέα του κ. Πολύδωρα ώστε οι σαστισμένοι και αγράμματοι πυρόπληκτοι να πιστέψουν ότι για το κακό που τους βρήκε ευθύνονται κάποιοι αλλόκοτοι, εξωγήινοι θαρρείς, εχθροί; Όμως εκτός απ’ τους αγράμματους υπάρχουν και οι εγγράμματοι και αυτοί αποδείχτηκαν πολύ περισσότεροι απ’ όσο εκτιμούσε ο στομφώδης κ. Βύρων. Περιέργως, ένας-δύο από όλους όσοι απέρριψαν αμέσως την ανοησία των «ασύμμετρων απειλών» κάθονται στα ίδια υπουργικά έδρανα μαζί με τον κ. Πολύδωρα. Εδώ θα συμφωνήσουμε, κατ’ εξαίρεση, με τη σοφιστεία ότι δεν πρέπει να τα ισοπεδώνουμε όλα.
Τέλος θα πρέπει οι Έλληνες να εκτιμήσουν και τις συμπεριφορές της επόμενης μέρας. Θα πρέπει να αμφισβητήσουν τα παχιά λόγια και τους λεονταρισμούς, απ’ όπου κι αν προέρχονται. Από την άποψη των ανθρώπινων απωλειών το ναυάγιο του Εξπρές Σαμίνα είναι τραγωδία χειρότερη από το ολοκαύτωμα του Αυγούστου. Παραιτήθηκε κανείς τότε; Αφού μεταξύ τους είναι ίδιοι, γιατί να παραιτηθεί έστω και ένας τώρα;
Επίσης θα πρέπει να μας προβληματίσει το μπάχαλο με την πληρωμή του βοηθήματος. Γιατί δόθηκαν έτσι τα λεφτά; Γιατί υποχρεώθηκαν πονεμένοι άνθρωποι που δεν είχαν ρούχα να φορέσουν, που δεν είχαν λεφτά για να βάλουν βενζίνη στα αυτοκίνητά τους, να κατέβουν στις πόλεις και να συνωστίζονται με τις ώρες στο λιοπύρι, πολλές φορές μάταια; Γιατί στο χάος μπροστά στις τράπεζες πρωταγωνίστησαν οι γύφτοι/τσιγγάνοι/αθίγγανοι/Ρομά και όχι κάποια άλλη πληθυσμιακή ομάδα; Είδε κάποιος έστω κι έναν Ρομά όλη την εβδομάδα στις φωτιές, όταν τα κανάλια μετέδιδαν διαρκώς εικόνα; Τα εκατοντάδες παιδιά που οι άνθρωποι αυτοί έσερναν μαζί τους ενώ προσπαθούσαν να εξαπατήσουν το κράτος και τους συμπολίτες τους, τι μάθημα πήραν από αυτό το γεγονός; Τι είδους πολίτες θα γίνουν αυτά τα αγράμματα παιδιά σε λίγα χρόνια όταν ενηλικιωθούν;
Την επόμενη κι όλας μέρα της τραγωδίας, στον Πύργο και στην Αμαλιάδα μαζεύτηκε ένα χαρακτηριστικό πλήθος απατεώνων και όταν καταλάγιασε ο κουρνιαχτός κάτι κωμικό αποκαλύφθηκε: Τους πρώτους απατεώνες κατέφθασαν για να απομυζήσουν κάποιοι άλλοι, πονηρότεροι, που εκ του ασφαλούς τους έπαιρναν διακόσια πενήντα ευρώ για ελάχιστα λεπτά καταγραφής ψευδών στοιχείων ανά «υπεύθυνη» δήλωση. Που και που αυτοί οι.. καλοί Σαμαρείτες σήκωναν το κεφάλι και έριχναν μια ματιά ικανοποίησης στις μαυρισμένες πλαγιές πέρα από την πόλη.
Δέντρα, ζώα, άνθρωποι, καίγονταν επί δέκα μέρες μέσα σ’ έναν απέραντο φούρνο. Αυτούς τους δυστυχείς τους είδαμε όλοι. Τώρα είναι η ώρα να δούμε και τους απέξω. Να αντικρύσουμε τους εαυτούς μας αλλά και όλους όσοι τολμούν πάνω από τις καμένες ζωές να σπεύδουν να εκμεταλλευτούν το θάνατο και την καταστροφή, σαν ύαινες που καταβροχθίζουν αδιακρίτως όποια σάρκα βρεθεί ανήμπορη μπροστά τους.
Για λίγες στιγμές να γυρίσουμε με το βλέμμα στο κενό και να επεξεργαστούμε την εικόνα, τον ήχο και την πλοκή που απλόχερα μας πρόσφεραν τα ΜΜΕ όλες αυτές τις μέρες της φρίκης. Βέβαια το θέαμα και η οσμή της τραγωδίας θα κρατήσει για πολύ καιρό αλλά η μνήμη της δεν πρέπει να σβηστεί ποτέ. Αυτή τη φωτιά πρέπει να την κρατήσουμε στο μυαλό μας για πάντα αναμμένη. Όπως και τις ευθύνες, τις συμπεριφορές, τα λόγια και τις πράξεις όλων όσοι παλεύουν λυσσαλέα για ένα κομμάτι από την πίττα της εξουσίας, αλλά που την ώρα του αγώνα ήταν παράλυτοι. Αυτοί οι παραλυμένοι από το φόβο και το δέος, όταν η φωτιά χόρτασε πια και κουράστηκε να καίει, βγήκαν όλοι τους σαν τα σκουλήκια μετά τη βροχή και ζητάνε τώρα και την επιδοκιμασία για το μη χειρότερα. Καλά κάνουν, αφού η ανοχή των Ελλήνων στην προσβολή της νοημοσύνης και της αξιοπρέπειάς τους είναι, προφανώς, τεράστια. Το περιθώριο των πολιτικών για ακόμα περισσότερες, ακόμα μεγαλύτερες προσβολές ενάντια στους απλούς πολίτες θα φανεί ξεκάθαρα στις επερχόμενες εκλογές, όταν παρά το μέγεθος της συμφοράς και το απύθμενο της ξεφτίλας, ο «Ελληνικός λαός» θα σπεύσει και πάλι να υποκύψει στην εγκληματική αυτή ολιγαρχία με αντάλλαγμα ένα ταπεινό και επισφαλές βόλεμα.
Το εθνικό, περιβαλλοντικό, οικονομικό, πολιτιστικό και ανθρωπιστικό πλήγμα που υπέστη η Ελλάδα φέτος το καλοκαίρι, μόνο με την τετράχρονη ναζιστική κατοχή μπορεί να συγκριθεί. Έτσι και η κυβερνητική εκστρατεία παραπληροφόρησης και συγκάλυψης των πραγματικών συνθηκών που συνέβαλαν στην καταστροφή της Πελοποννήσου, της Εύβοιας και της Αττικής, μόνο με τη ναζιστική προπαγάνδα μπορεί να συγκριθεί και μάλιστα με αυτή των τελευταίων ημερών του Ράιχ.
Κουτοπόνηρα, υποκριτικά και με το γνωστό ασύστολο θράσος που διαθέτουν οι πολέμαρχοι της εξουσίας, οι κυβερνήτες του τόπου έσπευσαν να αποδώσουν ευθύνες σε ορατούς κι αόρατους εχθρούς, στους ανέμους, στα ίδια τα δάση που ήταν ξερά, στους πολιτικούς τους αντιπάλους και στην… κακιά ώρα.
Πριν από εκατό χρόνια ρωτήθηκε ο μεγάλος εξερευνητής Ρόαλντ Άμουντσεν (Roald Amundsen) ποιο ήταν το μυστικό της κατάκτησης του Νότιου Πόλου και τι απαντά σ’ αυτούς που λένε ότι ήταν απλά τυχερός. Είπε λοιπόν ο θρυλικός Νορβηγός εξερευνητής ότι τα πάντα εξαρτώνται από την προετοιμασία. Όταν είσαι καλά προετοιμασμένος την επιτυχία σου κάποιοι θα την αποδώσουν στην τύχη. Αντίστροφα, όταν δεν είσαι προετοιμασμένος, κάποιοι θα σε πουν άτυχο.
Η Ελλάδα είναι διαχρονικά απροετοίμαστη, ανοχύρωτη έναντι της φύσης γενικότερα και όχι μόνο έναντι των περιβόητων «ακραίων καιρικών φαινομένων». Την εβδομάδα προ της πυρκαγιάς, οι χώρες του Κόλπου του Μεξικού υπέστησαν τον τυφώνα Dean ο οποίος πέρασε με ταχύτητα που έφτανε τα 300 χλμ την ώρα. Οι Έλληνες είναι αδύνατο να συλλάβουμε ανέμους αυτής της έντασης, ούτε καν της μισής. Μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα συμβεί αν η χώρα μας προσβληθεί από τροπικό τυφώνα για δυο- τρεις μέρες;
Τον Ιούλιο εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στη Βρετανία αντιμετώπισαν πρωτοφανείς πλημμύρες. Τεράστιες εκτάσεις μετατράπηκαν σε λίμνες από τις οποίες εξείχαν μόνο οι στέγες των σπιτιών. Πριν από μερικά χρόνια το ίδιο είχε συμβεί στην κεντρική Ευρώπη όταν ξεχείλισε ο Δούναβης. Υπάρχει σύγκριση αυτών των καταστροφών με τις πλημμύρες στον Εύρο, τις χειρότερες που έχει υποστεί η Ελλάδα;
Η Ιαπωνία ζει και προοδεύει με σεισμούς που έχουν μέσο όρο έντασης κοντά στα 7 Ρίχτερ. Σε κάθε κυβερνητική θητεία συμβαίνει τουλάχιστον ένας τέτοιος σεισμός. Εναέριοι αυτοκινητόδρομοι γκρεμίζονται, συνοικίες ισοπεδώνονται, παντού βρέχει τζάμια και ότι άλλο αντικείμενο αποκολλάται από τα κτίρια που κινούνται σαν εκκρεμή. Σε πολλές από τις Ιαπωνικές ακτογραμμές βλέπει κανείς κατασκευές που θυμίζουν οχυρά. Είναι πράγματι οχυρά, ενάντια σε ενδεχόμενο τσουνάμι. Σ’ αυτή την πλέον σεισμοπαθή χώρα του κόσμου λειτουργούν πάνω από 40 (σαράντα) πυρηνικά εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής. Έχει καμία σχέση η ζωή στην Ελλάδα με αυτές τις συνθήκες; Τα 5,9 Ρίχτερ στην Πάρνηθα, το Σεπτέμβριο του 1999, κόντεψαν να γκρεμίσουν τη μισή Αθήνα. Μπορείτε να φανταστείτε σεισμούς σαν της Ιαπωνίας, τι κακό θα προξενούσαν στη χώρα μας;
Στην Ελλαδίτσα παλεύουμε με μελτέμια, βροχούλες, χιονάκια και «καύσωνα» 40 C. Εκεί που το θερμόμετρο δεν κατεβαίνει ποτέ κάτω από τους 50 βαθμούς, τι άνθρωποι ζούνε;
Πριν πάμε στην Πελοπόννησο ας συλλογιστούμε λίγο την πολύπαθη Εύβοια. Είναι ένας νομός όμορος της Αττικής με εξαιρετικές φυσικές ομορφιές που τον κατέστησαν δημοφιλή τουριστικό προορισμό. Επιπλέον, διαθέτει αγροτική οικονομία, βιομηχανικές μονάδες καθώς και το εργοστάσιο της ΔΕΗ στο Αλιβέρι. Με τόση προίκα θα περίμενε κανείς ότι ο νομός Ευβοίας θα ήταν από τους ευτυχέστερους της επικράτειας. Και όμως, σε πολλά χωριά της Εύβοιας οι κάτοικοι αισθάνονται ακρίτες. Μετά από 30 χρόνια «αλλαγής», «εκσυγχρονισμού» και «νέας διακυβέρνησης», δίπλα στην Αθήνα δεν υπάρχουν επαρκείς υγειονομικές υπηρεσίες, δεν υπάρχει κοινωνική μέριμνα, δεν υπάρχουν υποδομές. Το οδικό δίκτυο είναι απαράδεκτο, οι οικοδομικές αυθαιρεσίες τρόπος ζωής και το αποτέλεσμα κάθε χειμώνα να αποκλείονται μεγάλα τμήματα του νησιού από τις πλημμύρες και τους αυτοσχέδιους χείμαρρους. Κάθε χειμώνα στην Εύβοια παλεύουν με τα λασπόνερα και τα χιόνια, και κάθε καλοκαίρι με τις φωτιές. Παρ’ όλα αυτά στην Εύβοια οι εργολάβοι κάνουν χρυσές δουλειές…
Και τώρα η Πελοπόννησος. Την εποχή της Τουρκοκρατίας η Πελοπόννησος ήταν τόσο πλούσια, παρά τον Οθωμανικό ζυγό, που δεχόταν συχνές επιδρομές από πεινασμένους και εξαθλιωμένους Στερεοελλαδίτες. Γι αυτό το λόγο οι Πελοποννήσιοι αρχικά δεν ήθελαν να γίνει η Στερεά Ελλάδα κομμάτι του Ελληνικού κράτους για το οποίο αγωνιζόντουσαν! Παρά την κακή φήμη που μισοαστεία-μισοσοβαρά έχουν οι Μανιάτες, οι Μεσσήνιοι, οι Ηλείοι, οι Πατρινοί και οι υπόλοιποι, ο τόπος τους μοιάζει να είναι ευλογημένος. Η γη τους είναι και όμορφη και καρπερή. Το ίδιο και οι θάλασσές τους. Όμως τα πάθη, η καταστροφή του Εμφυλίου και η ενδημική ανικανότητα των κυβερνώντων να αναπτύξουν την «περιφέρεια» οδήγησαν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στη μόνη διέξοδο, που ήταν η φυγή για την πρωτεύουσα ή και το εξωτερικό.
Μετά την κάθοδο των Αλβανών και άλλων Βαλκάνιων λαθρομεταναστών στην Ελληνική ύπαιθρο, οι ντόπιοι μετακόμισαν από τα χωράφια στα καφενεία. Τις πρώτες ώρες της φωτιάς η πρέφα και το τάβλι εξακολουθούσαν να είναι η προτεραιότητα τους. Τα χωριά της Πελοποννήσου μπορεί να διατηρούν μια ξεχωριστή γραφικότητα αλλά με μια προσεκτική ματιά ανακαλύπτει κανείς αποκαρδιωτικές λεπτομέρειες. Υπάρχουν δυο όψεις στα Πελοποννησιακά βουνά. Αλλού φτώχεια, αλλού ευημερία. Παντού όμως αντιλαμβάνεται κανείς την κρατική ανυπαρξία.
Όποιος είχε μάτια είδε. Τα χωριά είναι ασυντήρητα. Τα περισσότερα κρατιούνται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, περιμένοντας τους καλοκαιρινούς επισκέπτες. Μόνο που φέτος δεκάδες απ’ αυτά τα επισκέφτηκαν οι φλόγες και δεν έλεγαν να φύγουν. Όσες οικογένειες είχαν νέους ανθρώπους να παλέψουν, πάλεψαν. Οι περισσότεροι έσωσαν τα σπίτια τους, τουλάχιστον. Τα γερόντια δεν είχαν καμία τύχη. Τα σπίτια που μέσα κι έξω έμοιαζαν με παλιατζίδικα λαμπάδιασαν σαν χολιγουντιανά εφέ.
Ίσως μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για το θάνατο και την καταστροφή των Αυγουστιάτικων πυρκαγιών έχουν οι τοπικές κοινωνίες. Αυτό φαίνεται ότι σχεδόν όλοι φοβούνται ή ντρέπονται να το πουν. Γι αυτό ακούγονται τόσες πολλές βλακείες και τόσο λίγες αλήθειες.
Μέσα στη ραστώνη και γιατί όχι, στην τεμπελιά τους, οι κάτοικοι των πληγεισών περιοχών αιφνιδιάστηκαν. Για μια τουλάχιστον μέρα δεν προέβησαν σε καμία ουσιαστική προσπάθεια αντίδρασης. Υπάρχει η έννοια της πολιτικής άμυνας (που ήταν μάλιστα και μάθημα στα σχολεία, επί δικτατορίας). Πρέπει δηλαδή ο κάθε πολίτης, άμεσα, με ψυχραιμία να εκτιμά μια επερχόμενη καταστροφή και να αντιδρά με γνώση και με λογική για να προστατέψει τον εαυτό του, τους οικείους του και την περιουσία του, στο μέτρο του δυνατού. Οι περισσότεροι απλοί χωρικοί αλλά και οι παραθεριστές δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν με κανένα άλλο τρόπο πλην των εκκλήσεων για βοήθεια. Τους περισσότερους από τους δυστυχείς που πέθαναν δεν τους σκότωσαν οι φλόγες. Τους είχε κάψει εκ των προτέρων ο πανικός, και ακόμα νωρίτερα τους είχε καταδικάσει η αν-ετοιμότητα. Όπου ξεχώρισαν κάποιοι θαρραλέοι, ψύχραιμοι δουλευταράδες, οι οποίοι ρίχτηκαν στις φλόγες μόνοι τους ή μαζί με λίγους πεισμωμένους κι ευσυνείδητους πυροσβέστες, αν τους έβρισκαν, η φωτιά περιορίστηκε.
Εκεί όμως που η δυσοσμία των ευθυνών σταδιακά δυναμώνει είναι όταν αρχίζουμε να σκαλίζουμε τα αποκαΐδια της εξουσίας, ξεκινώντας από την τοπική.
Τι θα πει «ηγεσία»; Ποιος είναι «ηγέτης»; Είναι αυτός που μιλάει πιο πολύ; Που φωνάζει περισσότερο απ’ τους άλλους; Ο θρασύτερος όλων; Ο μεγαλύτερος ψεύτης; Αν αυτή είναι η περιγραφή του ηγέτη τότε όσο σκληρό κι αν ακούγεται, αν είχαν τέτοια τοπική ηγεσία, οι πληγέντες είναι άξιοι της τύχης τους.
Αν οι δήμαρχοι και οι λοιποί αφεντάδες των καμένων περιοχών είχαν συναίσθηση των καθηκόντων τους και τη φαντασία να ανταπεξέλθουν σ’ αυτά, θα είχαν φροντίσει για την άμυνά τους. Θα είχαν ετοιμάσει τα λιτά τους μέσα. Θα είχαν σχέδιο συνεργασίας μεταξύ τους αφού ήξεραν άριστα ότι με όλη την Ελλάδα στις φλόγες θα αφήνονταν στην τύχη τους. Θα είχαν προετοιμαστεί έστω με το νερό των πηγαδιών, με γεννήτριες, με τα τρακτέρ και τις τσάπες τους, για να αποψιλώσουν την περίμετρο των χωριών τους. Θα καθάριζαν τις αυλές των σπιτιών από τα ξερόχορτα και από ό,τι παλιατσαρία στοίβαζαν εκεί για χρόνια. Θα το έκαναν έστω κι από την πρώτη ώρα των πυρκαγιών. ΘΑ ΕΠΙΤΗΡΟΥΣΑΝ ΤΙΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΥΘΑΙΡΕΤΕΣ ΧΩΜΑΤΕΡΕΣ ΤΟΥΣ. Θα πήγαιναν πόρτα- πόρτα να μιλήσουν στους γέροντες και στις γερόντισσες να μην ανάβουν ούτε καντήλι για λίγες μέρες. Θα είχαν το νου τους στον κάθε παλαβό του χωριού. Όλοι ξέρουν τις προθέσεις, τις παραξενιές και τα απωθημένα των αλλονών. Ας ήταν όλοι καχύποπτοι με όλους. Η εγρήγορση και η καχυποψία θα τους γλύτωνε κι ας άφηναν τα παχύδερμα της Αθήνας στον τηλεοπτικό τους ψευτοπόλεμο.
Ελάχιστοι αξιωματούχοι της τοπικής αυτοδιοίκησης αντέδρασαν έγκαιρα. Οι περισσότεροι πρόδωσαν την ψήφο των συμπολιτών τους, πάτησαν τον όρκο τους και τράπηκαν σε φυγή φωνάζοντας για την ανυπαρξία του κράτους και για το μέγεθος του κακού που τους βρήκε, λες και ήταν άμοιροι των πάντων. Είναι οι σύγχρονοι ριψάσπιδες στους οποίους οι ποικίλοι τηλεπαρουσιαστές πρόσφεραν αμέσως άλλοθι:
- Είναι εμπρησμός κύριε δήμαρχε;
- Ναι, ναι, βέβαια, εμπρησμός!
Τι να πεις ρε κακομοίρη για να κρύψεις την εγκληματική σου αμέλεια; Ακούστηκαν απίστευτες βλακείες όπως ότι οι εμπρηστές ανέβαιναν σε απάτητες βουνοκορφές για να τις κάψουν. Δηλαδή πως ανέβαιναν, λοκατζήδες ήταν; Έκαναν μέρες πορεία από κορυφή σε κορυφή σπέρνοντας τη φωτιά;
Αν όμως ανάψει ένας σκουπιδότοπος, αν ένα μπουκάλι διαλυτικό μέσα σ’ ένα σωρό οικοδομικά σκουπίδια πεταμένα σε μια ρεματιά αναφλεγεί από τη ζέστη, τότε τα μποφόρ θα εκτοξεύσουν τις φλόγες από τη μια άκρη της Πελοποννήσου μέχρι την άλλη μέσα σε 48 ώρες.
Αν την ίδια στιγμή κάποιοι συμφεροντολόγοι τσελιγκάδες εκμεταλλευτούν τις συνθήκες για να ‘χουν χώμα έτοιμο, ώστε τα πρωτοβρόχια να τους χαρίσουν βοσκή για τα κοπάδια τους, οι φωτιές θα απλωθούν στον Ταΰγετο και στον Πάρνωνα σε 48 ώρες.
Αν ο τρελός του χωριού δεν επιτηρείται, αν οι έχθρες και οι βεντέτες δεν καταστέλλονται έστω τις μέρες του κινδύνου, αν τα γερόντια αφήνονται μόνα τους να ανάβουν φωτιές, αν όλοι ξαποστέλνουν τα σκουπίδια τους όπου βρουν, σε αγρούς και δάση που πνίγονται απ’ τα ξερόκλαδα, αν πετάνε ανάμενα τσιγάρα, αν αυτοί που έχουν διεκδικήσει το καθήκον να προστατεύουν τον τόπο τους από το κακό αδιαφορούν για το σύνολο τέτοιων εμπρηστικών πρακτικών, τότε όσο ανίκανη κι αν είναι η όποια κυβέρνηση και το όποιο κράτος, οι τοπικοί άρχοντες και οι κοινότητες που τους εκλέγουν έχουν ακέραιο το μερίδιο της ευθύνης τους και μάλιστα με μια αβάσταχτη διαφορά από τους πρωτευουσιάνους αφεντάδες: ο θάνατος κι ο χαλασμός χτυπάει στον τόπο τους κι όχι στην πλατεία Συντάγματος και στα μοδάτα καφέ του Κολωνακίου.
Οι φωτιές στα περιαστικά δάση της Αττικής όπως και σε πολλά παραθαλάσσια τουριστικά μέρη σ’ όλη την Ελλάδα ανήκουν σε άλλη κατηγορία όσον αφορά στις αιτίες τους. Μία παραμένει βέβαια κοινή, η λαθραία απόθεση σκουπιδιών και οικοδομικών αποβλήτων οπουδήποτε βολεύει τους μεταφορείς τους. Ακόμα και στα τουριστικότερα μέρη της Ελλάδας, στα δημοφιλέστερα νησιά, κατά μήκος των δρόμων που οδηγούν σε πανέμορφες παραλίες, οι επισκέπτες διαρκώς προσπερνούν σωρούς μπάζων, πεταμένων δίπλα ή σχεδόν στη μέση του δρόμου. Αυτό βέβαια είναι συχνό φαινόμενο και στις Αθηναϊκές λεωφόρους.
Το μπαράζ πυρκαγιών σε μέρη-φιλέτα φυσικά δεν είναι τυχαίο αλλά ούτε υπακούει σε οργανωμένο σχέδιο. Σε ολόκληρη τη χώρα οι τοπικές μαφίες των οικοπεδοφάγων, των καταπατητών, των δασοσφετεριστών, περιμένουν όλο το χρόνο μέχρι να φτάσει η παραγγελία τους: καύσωνας με μποφόρ. Φέτος ο πρωθυπουργός-σαίνης τους τη σερβίρισε και με σιρόπι εκλογών. Προφανώς αυτοί οι εγκληματίες δασοφάγοι είχαν καλύτερη πληροφόρηση απ’ όλους σχετικά με την ημερομηνία των πρόωρων εκλογών: άρχισαν την πυρπόληση της Πεντέλης την ίδια μέρα, πριν καν προλάβει ο υπουργός προπαγάνδας να ανακοινώσει τις εκλογές! Σε σύγκριση με τον ερασιτέχνη υπουργό Δημόσιας Τάξης και τους ζαλισμένους από τις έριδες, τις ελλείψεις και από το ολοκαύτωμα της Αχαΐας στρατηγούς της Πυροσβεστικής, οι υπεράνω πάσης υποψίας περιαστικοί εμπρηστές είναι άριστοι επαγγελματίες και απόλυτα αφοσιωμένοι στο σκοπό τους: να μοσχοπουλήσουν και την τελευταία σπιθαμή και του τελευταίου δάσους, ακόμα κι αν χρειαστεί να ξανακάψουν κι αυτά που έχουν ήδη κάψει, χτίσει και πουλήσει.
Κλείνοντας αυτή τη μακροσκελή παράθεση των παρατηρήσεων από το ολοκαύτωμα της Πελοποννήσου, θα υπογραμμίσουμε την ανάγκη οι Έλληνες να μάθουν την αλήθεια σχετικά με την επέκταση της φωτιάς στην Αρχαία Ολυμπία. Γιατί αυτό το κεφάλαιο της συμφοράς έχει ιδιαίτερες προεκτάσεις. Επίσης θα πρέπει οι πολίτες να εκτιμήσουν την ανόητη έως εγκληματική φιλολογία περί ενδεχόμενης τρομοκρατικής διάστασης του πύρινου κύματος. Θα πρέπει οι πολίτες να αναρωτηθούν γιατί κάποιοι από τους κυβερνόντες, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού, δεν δίστασαν να ρισκάρουν ένα τρομερό πλήγμα στην τουριστική μας βιομηχανία, στο γόητρο της χώρας, στις διεθνείς μας σχέσεις, στο αίσθημα ασφάλειας των πολιτών και στο διάλογο που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να προωθούν προκειμένου να συνεισφέρουν σε ένα γόνιμο προεκλογικό στοχασμό. Γιατί προτάθηκε ο εξωτικός και άγνωστος στο ευρύτερο κοινό όρος «ασύμμετρες απειλές»; Ήταν μια έξυπνη ιδέα του κ. Πολύδωρα ώστε οι σαστισμένοι και αγράμματοι πυρόπληκτοι να πιστέψουν ότι για το κακό που τους βρήκε ευθύνονται κάποιοι αλλόκοτοι, εξωγήινοι θαρρείς, εχθροί; Όμως εκτός απ’ τους αγράμματους υπάρχουν και οι εγγράμματοι και αυτοί αποδείχτηκαν πολύ περισσότεροι απ’ όσο εκτιμούσε ο στομφώδης κ. Βύρων. Περιέργως, ένας-δύο από όλους όσοι απέρριψαν αμέσως την ανοησία των «ασύμμετρων απειλών» κάθονται στα ίδια υπουργικά έδρανα μαζί με τον κ. Πολύδωρα. Εδώ θα συμφωνήσουμε, κατ’ εξαίρεση, με τη σοφιστεία ότι δεν πρέπει να τα ισοπεδώνουμε όλα.
Τέλος θα πρέπει οι Έλληνες να εκτιμήσουν και τις συμπεριφορές της επόμενης μέρας. Θα πρέπει να αμφισβητήσουν τα παχιά λόγια και τους λεονταρισμούς, απ’ όπου κι αν προέρχονται. Από την άποψη των ανθρώπινων απωλειών το ναυάγιο του Εξπρές Σαμίνα είναι τραγωδία χειρότερη από το ολοκαύτωμα του Αυγούστου. Παραιτήθηκε κανείς τότε; Αφού μεταξύ τους είναι ίδιοι, γιατί να παραιτηθεί έστω και ένας τώρα;
Επίσης θα πρέπει να μας προβληματίσει το μπάχαλο με την πληρωμή του βοηθήματος. Γιατί δόθηκαν έτσι τα λεφτά; Γιατί υποχρεώθηκαν πονεμένοι άνθρωποι που δεν είχαν ρούχα να φορέσουν, που δεν είχαν λεφτά για να βάλουν βενζίνη στα αυτοκίνητά τους, να κατέβουν στις πόλεις και να συνωστίζονται με τις ώρες στο λιοπύρι, πολλές φορές μάταια; Γιατί στο χάος μπροστά στις τράπεζες πρωταγωνίστησαν οι γύφτοι/τσιγγάνοι/αθίγγανοι/Ρομά και όχι κάποια άλλη πληθυσμιακή ομάδα; Είδε κάποιος έστω κι έναν Ρομά όλη την εβδομάδα στις φωτιές, όταν τα κανάλια μετέδιδαν διαρκώς εικόνα; Τα εκατοντάδες παιδιά που οι άνθρωποι αυτοί έσερναν μαζί τους ενώ προσπαθούσαν να εξαπατήσουν το κράτος και τους συμπολίτες τους, τι μάθημα πήραν από αυτό το γεγονός; Τι είδους πολίτες θα γίνουν αυτά τα αγράμματα παιδιά σε λίγα χρόνια όταν ενηλικιωθούν;
Την επόμενη κι όλας μέρα της τραγωδίας, στον Πύργο και στην Αμαλιάδα μαζεύτηκε ένα χαρακτηριστικό πλήθος απατεώνων και όταν καταλάγιασε ο κουρνιαχτός κάτι κωμικό αποκαλύφθηκε: Τους πρώτους απατεώνες κατέφθασαν για να απομυζήσουν κάποιοι άλλοι, πονηρότεροι, που εκ του ασφαλούς τους έπαιρναν διακόσια πενήντα ευρώ για ελάχιστα λεπτά καταγραφής ψευδών στοιχείων ανά «υπεύθυνη» δήλωση. Που και που αυτοί οι.. καλοί Σαμαρείτες σήκωναν το κεφάλι και έριχναν μια ματιά ικανοποίησης στις μαυρισμένες πλαγιές πέρα από την πόλη.