Thursday, March 15, 2007
Το ρέμα που έγινε χείμαρρος για να τους παρασύρει
Ποτέ άλλοτε, από τον Ιούλιο του ’74, η Ελληνική εξωτερική πολιτική δεν είχε περισσότερη ανάγκη από δημιουργικές ιδέες αλλά και από την αποφασιστικότητα να επιμείνει σ’ αυτές, απ’ ό,τι τώρα. Τα ανοιχτά μέτωπα της χώρας μας με τους γείτονές της αργά αλλά σταθερά φτάνουν σε σημείο όπου η επιτηδευμένη κωλυσιεργία, οι προφάσεις, οι υπεκφυγές και η επικοινωνιακή διαχείριση θα ισοδυναμούν με άνευ όρων συνθηκολόγηση και οι συνέπειες θα είναι αβάσταχτα οδυνηρές για τον Ελληνισμό. Η περιβόητη στρατηγική του αέναου κατευνασμού, που εφαρμόζεται αδιάκοπα έναντι των εχθρικά διακείμενων γειτόνων μας, εξυπηρετεί αποκλειστικά τις προσωπικές προοπτικές όσων ασκούν την εξουσία. Αυτοί δε που την διεκδικούν βολεύονται στην ανέξοδη ανευθυνότητά τους καθότι είναι πλέον θεσμός η εκάστοτε αντιπολίτευση να παράγει αποκλειστικά αρνητικό βόμβο. Έτσι λοιπόν το σύνολο του Ελληνικού πολιτικού στερεώματος αδυνατεί να παρουσιάσει μια συμπεφωνημένη εξωτερική πολιτική που ναι μεν δεν θα εκθέτει τη χώρα σε μη αναστρέψιμους κινδύνους, αλλά και που δεν θα αποτελεί, πρακτικά, υποχώρηση. Ο ανένδοτος κομματικός πόλεμος διεξάγεται αδυσώπητος ακόμα και στο πεδίο των εθνικών μας θεμάτων, χωρίς αιδώ και χωρίς έστω τη στοιχειώδη λογική που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει τα λεγόμενα όσων προτείνουν εαυτούς ως σχεδιαστές του μέλλοντος της Ελλάδας.
Εδώ λοιπόν και δεκαετίες οι Αλβανοί, οι Σκοπιανοί, οι Τούρκοι και το Ατλαντικό συνονθύλευμα εμπιστεύονται τους Έλληνες πολιτικούς για ένα μόνο πράγμα: για την υποχωρητικότητά τους. Βέβαια, το πολιτικό κόστος ως παράγοντας διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής ισχύει σε όλες τις χώρες του κόσμου αλλά με μια ειδοποιό διαφορά: στα σύγχρονα κράτη που πρωταγωνιστούν στις εξελίξεις και στην επιστήμη της διακυβέρνησης, οι πολιτικοί παίχτες είναι πεπεισμένοι ότι η αποστολή τους δεν περιορίζεται στο τυπικό του αξιώματός τους αλλά περιλαμβάνει και το ουσιαστικό. Το νόημα των εκλογών στις ηγέτιδες χώρες είναι η διεκδίκηση της ευθύνης, όχι το θεαθήναι.
Δεν θα προχωρήσουμε σε μια ακόμα αναφορά γεγονότων των τελευταίων χρόνων που μόνο περηφάνια δεν εμπνέουν στους Έλληνες. Θα επαναλάβουμε όμως τα στοιχεία εκείνα που αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο φόβος και η αποστροφή των εκάστοτε κυβερνώντων μην και ταράξουν το προδιαγεγραμμένο της παραμονής τους στις καρέκλες, τους έχει θέσει πλέον σε αδιέξοδο. Τα περιθώρια να συνεχίσουν αυτή την ελεεινή, απαξιωμένη και ξεδιάντροπη στάση επιτέλους έκλεισαν.
Πρώτα απ’ όλα οι Αλβανοί, που στρογγυλοκάθονται στον προθάλαμο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές τους έδειξαν απροκάλυπτα που γράφουν τους Έλληνες, την καλή γειτονία, τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις υποτιθέμενες υποχρεώσεις τους να αναδείξουν το άλλο (ποιο άλλο;) πρόσωπο της κοινωνίας τους. Η πολύφωτη ελληνίδα υπουργός εξωτερικών κα. Ντ. Μπακογιάννη περιορίστηκε να επαναλάβει ότι τα φαινόμενα στοχευμένης αλλοίωσης των αποτελεσμάτων «δεν συνάδουν» κλπ, κλπ. Ουσιαστική παρέμβαση, όμως, αντίδραση ή αντίποινα κατά του θρασύτατου καθεστώτος Μπερίσα από μέρους της Ελλάδας δεν υπήρξαν.
Δεύτερο, οι Σκοπιανοί, όχι μόνο δεν συγκινούνται από τις Ελληνικές αιτιάσεις έναντι της ανθελληνικής προπαγάνδας που πεισματικά και συστηματικά παράγουν και διαδίδουν, αλλά μας προκαλούν ανοιχτά, μας ειρωνεύονται, μας προσβάλλουν και ενδυναμώνουν στο εσωτερικό της χώρας τους αλλά και στους διεθνείς οργανισμούς όλα εκείνα τα εμπόδια που κάνουν απαγορευτική για την Ελλάδα οποιαδήποτε ελπίδα ότι θα εκλείψει η αντιπαράθεση μαζί τους. Διαχρονικά η Ελληνική αντίδραση από μέρους και των δύο κομμάτων της εξουσίας είναι η ίδια, μονότονη, άψυχη, νυσταλέα και προβλέψιμη: τέτοιες συμπεριφορές «δεν συνάδουν» κλπ, κλπ. Όταν η Ελληνική κυβέρνηση προειδοποιεί τους Σκοπιανούς ότι με κίβδηλο όνομα δεν πρόκειται να μπουν στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ κανείς δεν θεωρεί τη στάση της Ελλάδας πάγια και δεδομένη. Όταν όμως οι Αμερικανοί λένε ότι ο δρόμος των Σκοπίων προς τις Βρυξέλλες περνάει υποχρεωτικά από την Αθήνα, τότε μόνο το γειτονικό κρατίδιο συγκινείται. Αυτό το γεγονός δεν μας τιμά καθόλου αλλά, δυστυχώς, δεν είναι και το μοναδικό.
Γι αυτό και ερχόμαστε τώρα στο ζήτημα της Τουρκίας. Εδώ έχουμε το εκνευριστικά επαναλαμβανόμενο φαινόμενο να βρίσκεται ό αντίπαλος σε θέση ματ και στο τέλος πάντα να παίρνει την παρτίδα. Σκεφτείτε ότι σε σύγκριση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία, τα δικά μας είναι επιπέδου Μίκυ Μάους.
Υπενθυμίζουμε ότι:
• Στα νοτιοανατολικά σύνορά της η γειτονική χώρα διεξάγει εικοσιπενταετή ανταρτοπόλεμο. Η προοπτική διεθνώς αναγνωρισμένου αυτόνομου Κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ αποτελεί για τους Τούρκους το χειρότερο εφιάλτη.
• Η τρομοκρατική δραστηριότητα στην Τουρκία δεν περιορίζεται σε μικροεκρήξεις αλλά περιλαμβάνει δολοφονίες και μπαράζ πολύνεκρων βομβιστικών επιθέσεων που κάθε καλοκαίρι αδειάζουν τα τουριστικά θέρετρά της (προς όφελός μας…).
• Η Τουρκία διατηρεί βαριά οπλισμένο στρατό κατοχής, που αριθμεί δεκάδες χιλιάδες άνδρες στην Κύπρο και απειλεί ανοιχτά τους Έλληνες ή/και τους Ελληνοκύπριους με πόλεμο.
• Το Τουρκικό πολιτικό γίγνεσθαι θυμίζει καζάνι που βράζει με αλληλο-συγκρουόμενα μέρη που αντιπαλεύουν σκληρά για λόγους πολιτικούς, θρησκευτικούς, εθνοτικούς και πολιτιστικούς.
Τέλος υπενθυμίζουμε ότι, σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, η Τουρκική εξωτερική πολιτική καταπολεμάει ακούραστα και την ιστορική αλήθεια που αφορά στη Γενοκτονία των Αρμενίων και δεν έχουν οι Τούρκοι τον παραμικρό ενδοιασμό να απειλούν ευθέως και με άκομψο τρόπο τα ισχυρότερα κράτη του κόσμου για να αποτρέψουν την αναγνώρισή της. Και κάτι ακόμα: στην Ελλάδα ο Τουρκόφωνος/μουσουλμανικός πληθυσμός της Θράκης, που αποτελεί προσφιλές αντικείμενο δημοκοπίας, καλλιέργειας εντυπώσεων και φτηνής πολιτικής εκμετάλλευσης εκατέρωθεν των συνόρων, δεν υπερβαίνει το 2% του συνολικού πληθυσμού της χώρας μας. Οι Αλβανοί που πλημμύρισαν την Ελλάδα έφτασαν στο 8% των κατοίκων της. Συγκρίνετέ τα αυτά με το 21% που είναι το ποσοστό του Κουρδικού στοιχείου στην Τουρκία (πάνω από 15 εκατομμύρια άνθρωποι) και θα αντιληφθείτε αμέσως τη φρίκη που προκαλεί στους ανατολικούς μας γείτονες η υποχρέωση να αποδεχτούν τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις αξίες.
Το γεγονός ότι η Τουρκία είναι μια χώρα με εξαπλάσια έκταση από τη δική μας και με επταπλάσιο πληθυσμό δεν αποτελεί ελαφρυντικό για τους κυβερνόντες την Ελλάδα. Αντίθετα, τους επιβαρύνει χειρότερα καθώς καταδεικνύει ότι οι Τούρκοι πολιτικοί, παρά το χάος, την αβεβαιότητα και τον πολιτισμικό διχασμό της χώρας τους, κατόρθωσαν τα τελευταία χρόνια να φοβερίζουν τους Ευρωπαίους, να είναι ανυποχώρητοι απέναντι στους Αμερικανούς, να είναι περιζήτητοι από τους Ρώσους και, αυτό που μας αφορά άμεσα, να έχουν κονιορτοποιήσει τον έστω υποτιθέμενο, άξονα Αθήνας- Λευκωσίας. Αυτά λοιπόν είναι τα κατορθώματα της Τουρκίας όταν η Ελλάδα, ισότιμο μέλος της ΕΕ από την 1/1/1981, δεν τολμά να κάνει το σαματά που δικαιούται. Α, και βεβαίως, στον καταιγισμό της ανθελληνικής δραστηριότητας από μέρους της Τουρκίας, η Ελληνική διπλωματία δια στόματος της Υπουργού Εξωτερικών δεν παραθέτει κανένα άλλο σχόλιο πλην του προ πολλού τετριμμένου και απαξιωμένου «τέτοιες ενέργειες δεν συνάδουν…» κλπ, κλπ.
Ενδεχομένως η μεγαλύτερη αποτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στη νεότερη ιστορία του τόπου είναι το τωρινό ρήγμα που επέφερε στις σχέσεις Ελλάδας- Κύπρου. Είναι εξόχως ειρωνικό όσο και θλιβερό ότι αυτή η εξέλιξη επήλθε αμέσως μετά την προσχώρηση της Κύπρου στην ΕΕ..! Η επιπόλαια όσο και παράξενη στήριξη του μεγαλύτερου μέρους του Ελλαδικού πολιτικού κατεστημένου στο απαράδεκτο Σχέδιο Ανάν σηματοδότησε τον κατήφορο. Σήμερα η Κυπριακή κυβέρνηση έχει ήδη στείλει ξεκάθαρο μήνυμα στην Αθήνα ότι δεν την εμπιστεύεται πλέον στον παραδοσιακό ρόλο του συμπαραστάτη καθώς οι ηγεσίες και των δύο μεγάλων Ελλαδικών κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία έχουν υποβιβάσει το Κυπριακό, από την κάποτε κορυφαία θέση του στη λίστα των προτεραιοτήτων της Ελλαδικής εξωτερικής πολιτικής, σε μέσο καλλιέργειας εντυπώσεων.
Αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, στις 16 Απριλίου 2003 επί κυβέρνησης Κώστα Σημίτη και υπουργού εξωτερικών Γιώργου Παπανδρέου, το Κυπριακό αφαιρέθηκε από τη λίστα των Ελληνοτουρκικών διαφορών και αφέθηκε στα Ενωμένα Έθνη,. Ακριβώς όπως το επιδίωξε η Τουρκία που αντιδρά σφοδρά σε όποια νύξη ότι η κατοχή του 37% της μεγαλονήσου αφορά και την Ευρωπαϊκή Ένωση εφ’ όσον η Κύπρος είναι ισότιμο μέλος της. Η Ελλάδα δέχεται ότι για την επίλυση του Κυπριακού αρμόδιος για δίκαιη και βιώσιμη λύση είναι μόνο ο ΟΗΕ. Με τη στάση αυτή, που η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ούτε που διανοήθηκε να αμφισβητήσει, οι καρεκλοκένταυροι της Αθήνας εξασφαλίζουν το δίκαιο ύπνο τους.
Ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής που είναι διδάκτωρ της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας και άρα άνθρωπος εκπαιδευμένος να εκτιμά πιο μακροπρόθεσμες παραμέτρους στο σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής, πέρα από στενά κομματικά οφέλη και ποταπούς μικροπολιτικούς υπολογισμούς, για την ώρα εξακολουθεί να φαίνεται διστακτικός και αβέβαιος ως προς το χρόνο και τον τρόπο που η Ελλάδα θα εγείρει το έσχατο όριο των υποχωρήσεών της και θα πείσει και τους πλέον κυνικούς ότι πράγματι, δεν πάει άλλο. Διότι βεβαίως, τη στιγμή εκείνη το τίμημα της ηγεσίας θα πρέπει να πληρωθεί.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Ανδρέας Παπανδρέου, πανίσχυρος και αδιαφιλονίκητος τότε δεσπότης, είχε δώσει συνέντευξη στην εκπομπή του Αμερικανικού δικτύου CBS, “60 Minutes”. Είναι η δημοφιλέστερη και εγκυρότερη ειδησεογραφική παραγωγή της Αμερικανικής τηλεόρασης που φέτος κλείνει 40 αδιάκοπα χρόνια συγκλονιστικών ρεπορτάζ απ’ όλο τον κόσμο. Απεσταλμένη του CBS για να συναντήσει τον αείμνηστο ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ ήταν μια διασημότητα της δημοσιογραφίας των Η.Π.Α, η Νταϊάν Σώγερ (Diane Sawyer), που σε όλα τα πλάνα φαινόταν να κοιτάζει γοητευμένη το γηραιό Ανδρέα. Σε ερώτηση της δημοσιογράφου τι ζητάει τελικά ο Παπανδρέου από τις Ενωμένες Πολιτείες, εκείνος απάντησε επί λέξει: “ I wanna be left alone”. Ο Α. Παπανδρέου που εναγκαλιζόταν δημοσίως μερικούς από τους χειρότερους εχθρούς που είχαν οι Η.Π.Α τα χρόνια εκείνα ( Ντ. Ορτέγα, Μ. Καντάφι, Γ. Αραφάτ κ.α.) ευχόταν οι Αμερικάνοι να τον αφήσουν ήσυχο… Η απάντηση των Αμερικανών δεν άργησε να έρθει μέσω της γνωστής οδού, της Τουρκίας. Το Μάρτιο του ’87 Ελλάδα και Τουρκία έφτασαν στα πρόθυρα πολέμου. Στις 30 Ιανουαρίου του 1988 ο Α. Παπανδρέου συναντά τον Τούρκο ομόλογό του Τουργούτ Οζάλ στο Νταβός της Ελβετίας όπου και εγκαινιάζεται επίσημα η «πολιτική του κατευνασμού» έναντι της Τουρκίας. Αργότερα ο Α. Παπανδρέου αποκήρυξε εκείνες τις συνομιλίες με το δικό του “mea culpa”. Παραμένουν όμως αξέχαστα τα φιλοανδρεϊκά δημοσιεύματα των ημερών, που προσπαθούσαν να συσκοτίσουν την οπισθοχώρηση της χώρας μας έναντι του Τουρκικού μπαμπούλα: o ίδιος ο τότε πρωθυπουργός δήλωνε ότι η πρόοδος που επετεύχθη στο Νταβός ήταν η συμφωνία οι δύο ηγέτες να αποκαλούν ο ένας τον άλλο με τα μικρά τους ονόματα!
Όσο βιαστική, αλλοπρόσαλλη και πρόχειρη ήταν η οικονομική πολιτική του Α. Παπανδρέου, άλλο τόσο ήταν και η εξωτερική. Ήρθε κατόπιν η σειρά του Κων/νου Μητσοτάκη. Το δόγμα Μητσοτάκη για έναν επιτυχή πολιτικό βίο συνοψίζεται στο επίσης Αμερικάνικο “go with the flow”. Πήγαινε με το ρεύμα. Οι Αμερικάνοι καθορίζουν τη ροή των πραγμάτων, άρα, για να έρθεις στην εξουσία και να παραμείνεις σ’ αυτή ο ασφαλέστερος και πλέον ανέξοδος τρόπος είναι να μη χαλάς χατίρι στους Αμερικάνους. Το δόγμα αυτό αναμφίβολα ακολουθεί πιστά και η «εν δυνάμει πρωθυπουργός», θυγατέρα του Επίτιμου, κα. Ντ. Μπακογιάννη, παρά το γεγονός ότι ο πατέρας της πλήρωσε πολύ ακριβά την προσήλωσή του στον Αμερικάνικο κυνισμό (π.χ. το αξέχαστο «σε δέκα χρόνια το πρόβλημα των Σκοπίων δεν θα το θυμάται κανείς»). Δυστυχώς, υποχωρητικός έναντι των Αμερικανών αλλά με σοβαρά ελαφρυντικά (τη διαδικασία για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, την οικονομική ενοποίηση με τις ανεπτυγμένες χώρας της Ένωσης και την υπερπροσπάθεια για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004), ήταν και ο δεύτερος πρωθυπουργός του ΠΑΣΟΚ, ο Κώστας Σημίτης. Με το που η Ελλάδα ξεπέρασε επιτυχώς τα τρία αυτά ορόσημα τέθηκε σε κίνηση η διαδικασία απεγκλωβισμού της από το βρόγχο του Κυπριακού, γεγονός στο οποίο λίγο- πολύ συμφώνησαν και τα δύο μεγάλα Ελλαδικά αστικά κόμματα. Υπενθυμίζεται ότι μετά το φιάσκο Οτζαλάν το πρόσωπο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν ο Γιώργος Α. Παπανδρέου. Για το «Γιωργάκη» η ιέραξ Υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Κλίντον, η Μαντλέν Όλμπράϊτ (Madeleine Albright), έσταζε μέλι: “that wonderful man!” έλεγε. Υπακούοντας στις Η.Π.Α και αγοράζοντας ό,τι του πουλούσαν οι Αμερικανοί, ο Κώστας Σημίτης εξαγόρασε την ησυχία του- αλλά όχι και τρίτη θητεία…
Έναντι της Σχολής Μητσοτάκη και του «κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε» του ΠΑΣΟΚ, η εξωτερική πολιτική του νεώτερου Καραμανλή δεν έχει ακόμα παρουσιάσει ξεκάθαρο στίγμα. Αφήνει όμως το περιθώριο για κάποιες παρατηρήσεις που αρκούν για να εξαχθούν μερικά, μάλλον ενθαρρυντικά, αρχικά συμπεράσματα. Το γεγονός ότι, όπως ειπώθηκε νωρίτερα, ο Κώστας Καραμανλής έχει μελετήσει και έχει εκτιμήσει την Ελληνική Ιστορία με επιστημονικό τρόπο (ιδιαίτερα δε τον Ελευθέριο Βενιζέλο) δίνει την ελπίδα ότι η αίσθησή του για το μέγεθος των ευθυνών που του αναλογούν υπερβαίνει την τάση του για μικροπολιτικούς υπολογισμούς. Βέβαια όλοι οι πολιτικοί κόπτονται ότι αγωνίζονται «για το συμφέρον του τόπου» αλλά πάντα θεωρούν ότι μόνο οι ίδιοι δικαιούνται να ηγηθούν και ότι όλοι οι άλλοι είναι ανάξιοι. Η αμφίπλευρη στάση του Κώστα Καραμανλή έναντι του Σχεδίου Ανάν δεν αποτελεί το φωτεινότερο σημείο της ηγεσίας του, του επέτρεψε όμως να ξεκινήσει από την αρχή το χτίσιμο μιας νέας σχέσης της Ελλάδας με την Κύπρο του Τάσου Παπαδόπουλου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός κατάλαβε πλέον ότι η αφαίρεση του Κυπριακού από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν κίνηση χωρίς αντίκρισμα. Ο Τ. Παπαδόπουλος το είχε προβλέψει επίμονα στο παρελθόν και οι εξελίξεις τον δικαίωσαν. Δίδεται τώρα η εντύπωση ότι ο Κύπριος πρόεδρος κάνει συστηματικό «φροντιστήριο» στον Έλληνα πρωθυπουργό, ο οποίος βλέπει καθημερινά να εγείρονται νέες, παλιές ή και απίθανες Τουρκικές διεκδικήσεις οπουδήποτε υπάρχουν περιθώρια για κάτι τέτοιο. Τα πράγματα είναι τόσο άσχημα ώστε οι κουμπάροι πρωθυπουργοί των δύο αντίπαλων χωρών να μην έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν και ακόμα και η επαφή των υπουργών εξωτερικών είναι ακανθώδης. Υπάρχει και μία άλλη ενδιαφέρουσα παρατήρηση: το σκάνδαλο των φυγόστρατων έδρασε καταλυτικά στο να έρθουν δυναμικά στην επιφάνια τα προβλήματα στις ένοπλες δυνάμεις. Ο ΥΕΘΑ Β. Μεϊμαράκης, ένας βετεράνος του πολιτικαντισμού, ανακοίνωσε την πρόθεση της Κυβέρνησης να προωθήσει την υποχρεωτική για όλους στράτευση στα 19, ένα απαραίτητο μέτρο που όμως κρατιόταν επί δεκαετίες στα αζήτητα λόγω φόβου για το πολιτικό του κόστος. Φαίνεται ότι η πολιτική ηγεσία της ΝΔ επιτέλους εκτίμησε την έλευση του αναπόφευκτου: δεν υπάρχει έδαφος για άλλες υποχωρήσεις. Η ένοπλη σύγκρουση με την Τουρκία είναι απλά θέμα χρόνου. Μόνο το πότε και το πώς είναι άγνωστα αλλά το σίγουρο είναι ότι το αποτέλεσμα θα είναι καταλυτικό για τη χώρα μας.
Στο ορατό μέλλον η Ελλάδα θα βρεθεί σε δραματική ανάγκη ικανής και στιβαρής ηγεσίας. Τέτοιας που η χώρα δεν έχει επιδείξει από την εποχή της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του 1974. Είναι τρομακτικό αν αναλογιστεί κανείς ότι στην τρέχουσα πολιτική περίοδο κανένα πρόσωπο δεν κατορθώνει να εμπνεύσει το λαϊκό αίσθημα, πέρα από τα κομματικά όρια, ότι θα διαδραματίσει ιστορικό ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας. Ακόμα και τη λαμπερή και δημοφιλέστατη Ντόρα Μπακογιάννη οι απαιτήσεις για την πολυμέτωπη προάσπιση των εθνικών μας συμφερόντων τη μίκρυναν, την αποδόμησαν. Η ενθουσιώδης στήριξη στις Η.Π.Α, η ατολμία και αυτή η προβλέψιμη comme il faut στάση της έναντι της Τουρκικής και όχι μόνο θρασύτητας, η δικαιολογημένη δυσπιστία των Κυπρίων στο πρόσωπό της (παρά τον καταιγισμό των διαψεύσεων) και, εν τέλει, αυτή η προσήλωσή της στην πάση θυσία κατάληψη της πρωθυπουργίας, έχουν αλλάξει τη δυναμική του Οίκου Μητσοτάκη στα πολιτικά πράγματα. Τόσο που βάζουν σκέψεις στον Κώστα Καραμανλή να επανεκτιμήσει το πολιτικό του μέλλον.
Αυτό που είναι σίγουρο και θα το επαναλάβουμε ακούραστα ως ζήτημα επιβίωσης της χώρας και του έθνους μας, είναι η ανάγκη ανάδειξης νέων ηγετικών φυσιογνωμιών που να διαθέτουν την «πάστα» του ικανού. Ο κάθε ένας από όλους αυτούς που προβάλλονται και θορυβούν σήμερα είναι απελπιστικά λίγος.
Εδώ λοιπόν και δεκαετίες οι Αλβανοί, οι Σκοπιανοί, οι Τούρκοι και το Ατλαντικό συνονθύλευμα εμπιστεύονται τους Έλληνες πολιτικούς για ένα μόνο πράγμα: για την υποχωρητικότητά τους. Βέβαια, το πολιτικό κόστος ως παράγοντας διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής ισχύει σε όλες τις χώρες του κόσμου αλλά με μια ειδοποιό διαφορά: στα σύγχρονα κράτη που πρωταγωνιστούν στις εξελίξεις και στην επιστήμη της διακυβέρνησης, οι πολιτικοί παίχτες είναι πεπεισμένοι ότι η αποστολή τους δεν περιορίζεται στο τυπικό του αξιώματός τους αλλά περιλαμβάνει και το ουσιαστικό. Το νόημα των εκλογών στις ηγέτιδες χώρες είναι η διεκδίκηση της ευθύνης, όχι το θεαθήναι.
Δεν θα προχωρήσουμε σε μια ακόμα αναφορά γεγονότων των τελευταίων χρόνων που μόνο περηφάνια δεν εμπνέουν στους Έλληνες. Θα επαναλάβουμε όμως τα στοιχεία εκείνα που αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο φόβος και η αποστροφή των εκάστοτε κυβερνώντων μην και ταράξουν το προδιαγεγραμμένο της παραμονής τους στις καρέκλες, τους έχει θέσει πλέον σε αδιέξοδο. Τα περιθώρια να συνεχίσουν αυτή την ελεεινή, απαξιωμένη και ξεδιάντροπη στάση επιτέλους έκλεισαν.
Πρώτα απ’ όλα οι Αλβανοί, που στρογγυλοκάθονται στον προθάλαμο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές τους έδειξαν απροκάλυπτα που γράφουν τους Έλληνες, την καλή γειτονία, τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις υποτιθέμενες υποχρεώσεις τους να αναδείξουν το άλλο (ποιο άλλο;) πρόσωπο της κοινωνίας τους. Η πολύφωτη ελληνίδα υπουργός εξωτερικών κα. Ντ. Μπακογιάννη περιορίστηκε να επαναλάβει ότι τα φαινόμενα στοχευμένης αλλοίωσης των αποτελεσμάτων «δεν συνάδουν» κλπ, κλπ. Ουσιαστική παρέμβαση, όμως, αντίδραση ή αντίποινα κατά του θρασύτατου καθεστώτος Μπερίσα από μέρους της Ελλάδας δεν υπήρξαν.
Δεύτερο, οι Σκοπιανοί, όχι μόνο δεν συγκινούνται από τις Ελληνικές αιτιάσεις έναντι της ανθελληνικής προπαγάνδας που πεισματικά και συστηματικά παράγουν και διαδίδουν, αλλά μας προκαλούν ανοιχτά, μας ειρωνεύονται, μας προσβάλλουν και ενδυναμώνουν στο εσωτερικό της χώρας τους αλλά και στους διεθνείς οργανισμούς όλα εκείνα τα εμπόδια που κάνουν απαγορευτική για την Ελλάδα οποιαδήποτε ελπίδα ότι θα εκλείψει η αντιπαράθεση μαζί τους. Διαχρονικά η Ελληνική αντίδραση από μέρους και των δύο κομμάτων της εξουσίας είναι η ίδια, μονότονη, άψυχη, νυσταλέα και προβλέψιμη: τέτοιες συμπεριφορές «δεν συνάδουν» κλπ, κλπ. Όταν η Ελληνική κυβέρνηση προειδοποιεί τους Σκοπιανούς ότι με κίβδηλο όνομα δεν πρόκειται να μπουν στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ κανείς δεν θεωρεί τη στάση της Ελλάδας πάγια και δεδομένη. Όταν όμως οι Αμερικανοί λένε ότι ο δρόμος των Σκοπίων προς τις Βρυξέλλες περνάει υποχρεωτικά από την Αθήνα, τότε μόνο το γειτονικό κρατίδιο συγκινείται. Αυτό το γεγονός δεν μας τιμά καθόλου αλλά, δυστυχώς, δεν είναι και το μοναδικό.
Γι αυτό και ερχόμαστε τώρα στο ζήτημα της Τουρκίας. Εδώ έχουμε το εκνευριστικά επαναλαμβανόμενο φαινόμενο να βρίσκεται ό αντίπαλος σε θέση ματ και στο τέλος πάντα να παίρνει την παρτίδα. Σκεφτείτε ότι σε σύγκριση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία, τα δικά μας είναι επιπέδου Μίκυ Μάους.
Υπενθυμίζουμε ότι:
• Στα νοτιοανατολικά σύνορά της η γειτονική χώρα διεξάγει εικοσιπενταετή ανταρτοπόλεμο. Η προοπτική διεθνώς αναγνωρισμένου αυτόνομου Κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ αποτελεί για τους Τούρκους το χειρότερο εφιάλτη.
• Η τρομοκρατική δραστηριότητα στην Τουρκία δεν περιορίζεται σε μικροεκρήξεις αλλά περιλαμβάνει δολοφονίες και μπαράζ πολύνεκρων βομβιστικών επιθέσεων που κάθε καλοκαίρι αδειάζουν τα τουριστικά θέρετρά της (προς όφελός μας…).
• Η Τουρκία διατηρεί βαριά οπλισμένο στρατό κατοχής, που αριθμεί δεκάδες χιλιάδες άνδρες στην Κύπρο και απειλεί ανοιχτά τους Έλληνες ή/και τους Ελληνοκύπριους με πόλεμο.
• Το Τουρκικό πολιτικό γίγνεσθαι θυμίζει καζάνι που βράζει με αλληλο-συγκρουόμενα μέρη που αντιπαλεύουν σκληρά για λόγους πολιτικούς, θρησκευτικούς, εθνοτικούς και πολιτιστικούς.
Τέλος υπενθυμίζουμε ότι, σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, η Τουρκική εξωτερική πολιτική καταπολεμάει ακούραστα και την ιστορική αλήθεια που αφορά στη Γενοκτονία των Αρμενίων και δεν έχουν οι Τούρκοι τον παραμικρό ενδοιασμό να απειλούν ευθέως και με άκομψο τρόπο τα ισχυρότερα κράτη του κόσμου για να αποτρέψουν την αναγνώρισή της. Και κάτι ακόμα: στην Ελλάδα ο Τουρκόφωνος/μουσουλμανικός πληθυσμός της Θράκης, που αποτελεί προσφιλές αντικείμενο δημοκοπίας, καλλιέργειας εντυπώσεων και φτηνής πολιτικής εκμετάλλευσης εκατέρωθεν των συνόρων, δεν υπερβαίνει το 2% του συνολικού πληθυσμού της χώρας μας. Οι Αλβανοί που πλημμύρισαν την Ελλάδα έφτασαν στο 8% των κατοίκων της. Συγκρίνετέ τα αυτά με το 21% που είναι το ποσοστό του Κουρδικού στοιχείου στην Τουρκία (πάνω από 15 εκατομμύρια άνθρωποι) και θα αντιληφθείτε αμέσως τη φρίκη που προκαλεί στους ανατολικούς μας γείτονες η υποχρέωση να αποδεχτούν τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις αξίες.
Το γεγονός ότι η Τουρκία είναι μια χώρα με εξαπλάσια έκταση από τη δική μας και με επταπλάσιο πληθυσμό δεν αποτελεί ελαφρυντικό για τους κυβερνόντες την Ελλάδα. Αντίθετα, τους επιβαρύνει χειρότερα καθώς καταδεικνύει ότι οι Τούρκοι πολιτικοί, παρά το χάος, την αβεβαιότητα και τον πολιτισμικό διχασμό της χώρας τους, κατόρθωσαν τα τελευταία χρόνια να φοβερίζουν τους Ευρωπαίους, να είναι ανυποχώρητοι απέναντι στους Αμερικανούς, να είναι περιζήτητοι από τους Ρώσους και, αυτό που μας αφορά άμεσα, να έχουν κονιορτοποιήσει τον έστω υποτιθέμενο, άξονα Αθήνας- Λευκωσίας. Αυτά λοιπόν είναι τα κατορθώματα της Τουρκίας όταν η Ελλάδα, ισότιμο μέλος της ΕΕ από την 1/1/1981, δεν τολμά να κάνει το σαματά που δικαιούται. Α, και βεβαίως, στον καταιγισμό της ανθελληνικής δραστηριότητας από μέρους της Τουρκίας, η Ελληνική διπλωματία δια στόματος της Υπουργού Εξωτερικών δεν παραθέτει κανένα άλλο σχόλιο πλην του προ πολλού τετριμμένου και απαξιωμένου «τέτοιες ενέργειες δεν συνάδουν…» κλπ, κλπ.
Ενδεχομένως η μεγαλύτερη αποτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στη νεότερη ιστορία του τόπου είναι το τωρινό ρήγμα που επέφερε στις σχέσεις Ελλάδας- Κύπρου. Είναι εξόχως ειρωνικό όσο και θλιβερό ότι αυτή η εξέλιξη επήλθε αμέσως μετά την προσχώρηση της Κύπρου στην ΕΕ..! Η επιπόλαια όσο και παράξενη στήριξη του μεγαλύτερου μέρους του Ελλαδικού πολιτικού κατεστημένου στο απαράδεκτο Σχέδιο Ανάν σηματοδότησε τον κατήφορο. Σήμερα η Κυπριακή κυβέρνηση έχει ήδη στείλει ξεκάθαρο μήνυμα στην Αθήνα ότι δεν την εμπιστεύεται πλέον στον παραδοσιακό ρόλο του συμπαραστάτη καθώς οι ηγεσίες και των δύο μεγάλων Ελλαδικών κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία έχουν υποβιβάσει το Κυπριακό, από την κάποτε κορυφαία θέση του στη λίστα των προτεραιοτήτων της Ελλαδικής εξωτερικής πολιτικής, σε μέσο καλλιέργειας εντυπώσεων.
Αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, στις 16 Απριλίου 2003 επί κυβέρνησης Κώστα Σημίτη και υπουργού εξωτερικών Γιώργου Παπανδρέου, το Κυπριακό αφαιρέθηκε από τη λίστα των Ελληνοτουρκικών διαφορών και αφέθηκε στα Ενωμένα Έθνη,. Ακριβώς όπως το επιδίωξε η Τουρκία που αντιδρά σφοδρά σε όποια νύξη ότι η κατοχή του 37% της μεγαλονήσου αφορά και την Ευρωπαϊκή Ένωση εφ’ όσον η Κύπρος είναι ισότιμο μέλος της. Η Ελλάδα δέχεται ότι για την επίλυση του Κυπριακού αρμόδιος για δίκαιη και βιώσιμη λύση είναι μόνο ο ΟΗΕ. Με τη στάση αυτή, που η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ούτε που διανοήθηκε να αμφισβητήσει, οι καρεκλοκένταυροι της Αθήνας εξασφαλίζουν το δίκαιο ύπνο τους.
Ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής που είναι διδάκτωρ της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας και άρα άνθρωπος εκπαιδευμένος να εκτιμά πιο μακροπρόθεσμες παραμέτρους στο σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής, πέρα από στενά κομματικά οφέλη και ποταπούς μικροπολιτικούς υπολογισμούς, για την ώρα εξακολουθεί να φαίνεται διστακτικός και αβέβαιος ως προς το χρόνο και τον τρόπο που η Ελλάδα θα εγείρει το έσχατο όριο των υποχωρήσεών της και θα πείσει και τους πλέον κυνικούς ότι πράγματι, δεν πάει άλλο. Διότι βεβαίως, τη στιγμή εκείνη το τίμημα της ηγεσίας θα πρέπει να πληρωθεί.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Ανδρέας Παπανδρέου, πανίσχυρος και αδιαφιλονίκητος τότε δεσπότης, είχε δώσει συνέντευξη στην εκπομπή του Αμερικανικού δικτύου CBS, “60 Minutes”. Είναι η δημοφιλέστερη και εγκυρότερη ειδησεογραφική παραγωγή της Αμερικανικής τηλεόρασης που φέτος κλείνει 40 αδιάκοπα χρόνια συγκλονιστικών ρεπορτάζ απ’ όλο τον κόσμο. Απεσταλμένη του CBS για να συναντήσει τον αείμνηστο ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ ήταν μια διασημότητα της δημοσιογραφίας των Η.Π.Α, η Νταϊάν Σώγερ (Diane Sawyer), που σε όλα τα πλάνα φαινόταν να κοιτάζει γοητευμένη το γηραιό Ανδρέα. Σε ερώτηση της δημοσιογράφου τι ζητάει τελικά ο Παπανδρέου από τις Ενωμένες Πολιτείες, εκείνος απάντησε επί λέξει: “ I wanna be left alone”. Ο Α. Παπανδρέου που εναγκαλιζόταν δημοσίως μερικούς από τους χειρότερους εχθρούς που είχαν οι Η.Π.Α τα χρόνια εκείνα ( Ντ. Ορτέγα, Μ. Καντάφι, Γ. Αραφάτ κ.α.) ευχόταν οι Αμερικάνοι να τον αφήσουν ήσυχο… Η απάντηση των Αμερικανών δεν άργησε να έρθει μέσω της γνωστής οδού, της Τουρκίας. Το Μάρτιο του ’87 Ελλάδα και Τουρκία έφτασαν στα πρόθυρα πολέμου. Στις 30 Ιανουαρίου του 1988 ο Α. Παπανδρέου συναντά τον Τούρκο ομόλογό του Τουργούτ Οζάλ στο Νταβός της Ελβετίας όπου και εγκαινιάζεται επίσημα η «πολιτική του κατευνασμού» έναντι της Τουρκίας. Αργότερα ο Α. Παπανδρέου αποκήρυξε εκείνες τις συνομιλίες με το δικό του “mea culpa”. Παραμένουν όμως αξέχαστα τα φιλοανδρεϊκά δημοσιεύματα των ημερών, που προσπαθούσαν να συσκοτίσουν την οπισθοχώρηση της χώρας μας έναντι του Τουρκικού μπαμπούλα: o ίδιος ο τότε πρωθυπουργός δήλωνε ότι η πρόοδος που επετεύχθη στο Νταβός ήταν η συμφωνία οι δύο ηγέτες να αποκαλούν ο ένας τον άλλο με τα μικρά τους ονόματα!
Όσο βιαστική, αλλοπρόσαλλη και πρόχειρη ήταν η οικονομική πολιτική του Α. Παπανδρέου, άλλο τόσο ήταν και η εξωτερική. Ήρθε κατόπιν η σειρά του Κων/νου Μητσοτάκη. Το δόγμα Μητσοτάκη για έναν επιτυχή πολιτικό βίο συνοψίζεται στο επίσης Αμερικάνικο “go with the flow”. Πήγαινε με το ρεύμα. Οι Αμερικάνοι καθορίζουν τη ροή των πραγμάτων, άρα, για να έρθεις στην εξουσία και να παραμείνεις σ’ αυτή ο ασφαλέστερος και πλέον ανέξοδος τρόπος είναι να μη χαλάς χατίρι στους Αμερικάνους. Το δόγμα αυτό αναμφίβολα ακολουθεί πιστά και η «εν δυνάμει πρωθυπουργός», θυγατέρα του Επίτιμου, κα. Ντ. Μπακογιάννη, παρά το γεγονός ότι ο πατέρας της πλήρωσε πολύ ακριβά την προσήλωσή του στον Αμερικάνικο κυνισμό (π.χ. το αξέχαστο «σε δέκα χρόνια το πρόβλημα των Σκοπίων δεν θα το θυμάται κανείς»). Δυστυχώς, υποχωρητικός έναντι των Αμερικανών αλλά με σοβαρά ελαφρυντικά (τη διαδικασία για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, την οικονομική ενοποίηση με τις ανεπτυγμένες χώρας της Ένωσης και την υπερπροσπάθεια για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004), ήταν και ο δεύτερος πρωθυπουργός του ΠΑΣΟΚ, ο Κώστας Σημίτης. Με το που η Ελλάδα ξεπέρασε επιτυχώς τα τρία αυτά ορόσημα τέθηκε σε κίνηση η διαδικασία απεγκλωβισμού της από το βρόγχο του Κυπριακού, γεγονός στο οποίο λίγο- πολύ συμφώνησαν και τα δύο μεγάλα Ελλαδικά αστικά κόμματα. Υπενθυμίζεται ότι μετά το φιάσκο Οτζαλάν το πρόσωπο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν ο Γιώργος Α. Παπανδρέου. Για το «Γιωργάκη» η ιέραξ Υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Κλίντον, η Μαντλέν Όλμπράϊτ (Madeleine Albright), έσταζε μέλι: “that wonderful man!” έλεγε. Υπακούοντας στις Η.Π.Α και αγοράζοντας ό,τι του πουλούσαν οι Αμερικανοί, ο Κώστας Σημίτης εξαγόρασε την ησυχία του- αλλά όχι και τρίτη θητεία…
Έναντι της Σχολής Μητσοτάκη και του «κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε» του ΠΑΣΟΚ, η εξωτερική πολιτική του νεώτερου Καραμανλή δεν έχει ακόμα παρουσιάσει ξεκάθαρο στίγμα. Αφήνει όμως το περιθώριο για κάποιες παρατηρήσεις που αρκούν για να εξαχθούν μερικά, μάλλον ενθαρρυντικά, αρχικά συμπεράσματα. Το γεγονός ότι, όπως ειπώθηκε νωρίτερα, ο Κώστας Καραμανλής έχει μελετήσει και έχει εκτιμήσει την Ελληνική Ιστορία με επιστημονικό τρόπο (ιδιαίτερα δε τον Ελευθέριο Βενιζέλο) δίνει την ελπίδα ότι η αίσθησή του για το μέγεθος των ευθυνών που του αναλογούν υπερβαίνει την τάση του για μικροπολιτικούς υπολογισμούς. Βέβαια όλοι οι πολιτικοί κόπτονται ότι αγωνίζονται «για το συμφέρον του τόπου» αλλά πάντα θεωρούν ότι μόνο οι ίδιοι δικαιούνται να ηγηθούν και ότι όλοι οι άλλοι είναι ανάξιοι. Η αμφίπλευρη στάση του Κώστα Καραμανλή έναντι του Σχεδίου Ανάν δεν αποτελεί το φωτεινότερο σημείο της ηγεσίας του, του επέτρεψε όμως να ξεκινήσει από την αρχή το χτίσιμο μιας νέας σχέσης της Ελλάδας με την Κύπρο του Τάσου Παπαδόπουλου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός κατάλαβε πλέον ότι η αφαίρεση του Κυπριακού από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν κίνηση χωρίς αντίκρισμα. Ο Τ. Παπαδόπουλος το είχε προβλέψει επίμονα στο παρελθόν και οι εξελίξεις τον δικαίωσαν. Δίδεται τώρα η εντύπωση ότι ο Κύπριος πρόεδρος κάνει συστηματικό «φροντιστήριο» στον Έλληνα πρωθυπουργό, ο οποίος βλέπει καθημερινά να εγείρονται νέες, παλιές ή και απίθανες Τουρκικές διεκδικήσεις οπουδήποτε υπάρχουν περιθώρια για κάτι τέτοιο. Τα πράγματα είναι τόσο άσχημα ώστε οι κουμπάροι πρωθυπουργοί των δύο αντίπαλων χωρών να μην έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν και ακόμα και η επαφή των υπουργών εξωτερικών είναι ακανθώδης. Υπάρχει και μία άλλη ενδιαφέρουσα παρατήρηση: το σκάνδαλο των φυγόστρατων έδρασε καταλυτικά στο να έρθουν δυναμικά στην επιφάνια τα προβλήματα στις ένοπλες δυνάμεις. Ο ΥΕΘΑ Β. Μεϊμαράκης, ένας βετεράνος του πολιτικαντισμού, ανακοίνωσε την πρόθεση της Κυβέρνησης να προωθήσει την υποχρεωτική για όλους στράτευση στα 19, ένα απαραίτητο μέτρο που όμως κρατιόταν επί δεκαετίες στα αζήτητα λόγω φόβου για το πολιτικό του κόστος. Φαίνεται ότι η πολιτική ηγεσία της ΝΔ επιτέλους εκτίμησε την έλευση του αναπόφευκτου: δεν υπάρχει έδαφος για άλλες υποχωρήσεις. Η ένοπλη σύγκρουση με την Τουρκία είναι απλά θέμα χρόνου. Μόνο το πότε και το πώς είναι άγνωστα αλλά το σίγουρο είναι ότι το αποτέλεσμα θα είναι καταλυτικό για τη χώρα μας.
Στο ορατό μέλλον η Ελλάδα θα βρεθεί σε δραματική ανάγκη ικανής και στιβαρής ηγεσίας. Τέτοιας που η χώρα δεν έχει επιδείξει από την εποχή της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του 1974. Είναι τρομακτικό αν αναλογιστεί κανείς ότι στην τρέχουσα πολιτική περίοδο κανένα πρόσωπο δεν κατορθώνει να εμπνεύσει το λαϊκό αίσθημα, πέρα από τα κομματικά όρια, ότι θα διαδραματίσει ιστορικό ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας. Ακόμα και τη λαμπερή και δημοφιλέστατη Ντόρα Μπακογιάννη οι απαιτήσεις για την πολυμέτωπη προάσπιση των εθνικών μας συμφερόντων τη μίκρυναν, την αποδόμησαν. Η ενθουσιώδης στήριξη στις Η.Π.Α, η ατολμία και αυτή η προβλέψιμη comme il faut στάση της έναντι της Τουρκικής και όχι μόνο θρασύτητας, η δικαιολογημένη δυσπιστία των Κυπρίων στο πρόσωπό της (παρά τον καταιγισμό των διαψεύσεων) και, εν τέλει, αυτή η προσήλωσή της στην πάση θυσία κατάληψη της πρωθυπουργίας, έχουν αλλάξει τη δυναμική του Οίκου Μητσοτάκη στα πολιτικά πράγματα. Τόσο που βάζουν σκέψεις στον Κώστα Καραμανλή να επανεκτιμήσει το πολιτικό του μέλλον.
Αυτό που είναι σίγουρο και θα το επαναλάβουμε ακούραστα ως ζήτημα επιβίωσης της χώρας και του έθνους μας, είναι η ανάγκη ανάδειξης νέων ηγετικών φυσιογνωμιών που να διαθέτουν την «πάστα» του ικανού. Ο κάθε ένας από όλους αυτούς που προβάλλονται και θορυβούν σήμερα είναι απελπιστικά λίγος.