Sunday, September 17, 2006

Από τη ΔΕΘ μηδέν.

Αιχμή του δόρατος στην κυβερνητική προπαγάνδα περί της δήθεν θετικής ανταπόκρισης της οικονομίας στις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις είναι η ελάχιστη κάμψη των επίσημων δεικτών της ανεργίας.
Ο πρωθυπουργός κ. Κ. Καραμανλής παραδέχεται βέβαια ότι, όταν ο ένας στους δέκα Έλληνες που ανήκουν στο εργατικό δυναμικό είναι αδύνατο να βρει δουλειά, δεν μπορεί κανείς να δηλώνει ικανοποιημένος. Αλλά, λέει, οι «μεταρρυθμίσεις» είναι μονόδρομος.

Καλωσορίσατε στην εποχή της επικοινωνίας. Χαρείτε την εικόνα της επιφάνειας και απολαύστε τα αγαθά της αφθονίας εφ όσον δεν ανήκετε στο 10% των (επισήμως) ανέργων, στο 20% των κάτω του ορίου φτωχών (ΓΣΕΕ) και στο 13% των εργαζομένων που λόγω των πενιχρών αποδοχών τους δεν θα ξεφύγουν ποτέ από τη μιζέρια(ΓΣΕΕ). Έτσι κι αλλιώς ο κ. Πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του, με το πρόσχημα των αντοχών της οικονομίας επέλεξαν και αυτοί, μετά το ΠΑΣΟΚ, να δραστηριοποιούνται υπέρ των σταθερών αξιών: των εχόντων και των κατεχόντων με τους οποίους μοιράζονται το ίδιο κλαμπ της καλοπέρασης και νέμονται την Ελλάδα που τους ανήκει εξ αδιαιρέτου.
Τα μέλη του κλαμπ όμως δεν αρκούν για ένα νόμιμο εκλογικό αποτέλεσμα και εδώ είναι το παράδοξο αλλά εξόχως πραγματικό φαινόμενο που χαρακτηρίζει το σύγχρονο πολιτικό πλαίσιο της Ελλάδας: οι εκάστοτε κομματικοί γενίτσαροι και πασάδες σφετερίζονται συστηματικά το αδύναμο κομμάτι της κοινωνίας για να κυβερνήσουν στη συνέχεια υπέρ του ισχυρότερου.

Η παράσταση των στοιχείων του κρατικού προϋπολογισμού δεν αποκαλύπτει από μόνη της το μέγεθος της ανηθικότητας του πολιτικού μας κατεστημένου. Η συνέντευξη όμως του κ. Πρωθυπουργού στην 71η ΔΕΘ πέτυχε να το κάνει, αν κάποιοι διαθέτουν μνήμη, λίγες γνώσεις και δεν είναι βολεμένοι. Ακόμα όμως και αν συνέτρεχαν και τα τρία αυτά μαζί σε ικανή μερίδα πολιτών, ελάχιστα θα προβληματιζόταν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αφού ο κύριος αντίπαλός της, το ΠΑΣΟΚ, βρίσκεται τα τελευταία τέσσερα χρόνια (δηλ. και ένα χρόνο πριν το διορισμό του «πρίγκιπος» σε ρόλο σωτήρα) σε κατάσταση που θυμίζει εγκλωβισμένη μύγα. Πετάει προς πάσα κατεύθυνση με δυνατό βόμβο, μόνο που εκεί που νομίζει ότι επί τέλους βρήκε άνοιγμα να ξεφύγει, πέφτει με δύναμη πάνω στο τζάμι και σωριάζεται κάτω ζαλισμένη και αποκαμωμένη μέχρι να συνέλθει και να συνεχίσει την ίδια απελπισμένη, αδιέξοδη πτήση.

Με δεδομένη λοιπόν την έλλειψη παιδείας και μνήμης αφ’ ενός, την έλλειψη ενδιαφέροντος από τους πολλούς βολεμένους αφ’ εταίρου και τη διάλυση του ΠΑΣΟΚ, αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα, ο Κώστας Καραμανλής δεν μπόρεσε να αντισταθεί και παρουσιάστηκε, μίλησε και φέρθηκε στο Βελλίδειο συνεδριακό κέντρο με τρόπο που παραπέμπει στα κωμικοτραγικά πλάνα που όλοι έχουμε δει, από τις ομιλίες του Duce ενώπιον του φασιστικού πλήθους στην Piazza Venezia...

Όσοι έχουν μνήμη και παρακολούθησαν τον κ. Καραμανλή στην προεκλογική τηλεμαχία το βράδυ της 26ης Φεβ 2004, θυμούνται το καταπληκτικό σχόλιό του ότι ο λόγος ύπαρξης των πολιτικών προσώπων είναι οι φτωχοί. Γιατί οι πλούσιοι, είπε, έχουν λεφτά και δίνουν μόνοι τους λύσεις στα προβλήματά τους. Με τις απαντήσεις/δηλώσεις του όμως, στη φετινή ΔΕΘ, ο κ. Πρωθυπουργός επιβεβαίωσε σε όσους διαθέτουν κρίση, ότι ο λόγος ύπαρξης της εξουσίας είναι να ενισχύει τους πλουσίους ενώ οι φτωχοί διατηρούνται στοιχειωδώς στη ζωή για να παράγουν τις απαιτούμενες ψήφους που νομιμοποιούν το καθεστώς της ντε φάκτο ολιγαρχίας.

Το τρίπτυχο «έλλειψη παιδείας, πολιτική αμνησία, βόλεμα» επιτρέπει την απρόσκοπτη εγκατάσταση του εικονικού κράτους από τη Νέο-Δεξιά, αντί για την περιβόητη επανίδρυσή του. Με εντυπωσιακό λεκτικό τάλαντο ο κ. Πρωθυπουργός ντριμπλάρισε το σκιάχτρο της διαφθοράς, προσπέρασε τον υπόκοσμο της κερδοσκοπίας, εξαφάνισε τους πυρπολημένους δρόμους της Θεσσαλονίκης και παρέπεμψε την άσκηση των καθηκόντων του ιδίου και της κυβέρνησής του- για τα οποία όλοι τους πληρώνονται αδρά από το υστέρημα των φορολογουμένων- στο όταν θα είναι αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…

Η εικονική πραγματικότητα της Νέας Δημοκρατίας στηρίζεται πάνω στη λέξη «μεταρρύθμιση». Λέξεις που σε άλλες χώρες έχουν περιεχόμενο και περιγράφουν έργα και χειροπιαστά αποτελέσματα, στην Ελλάδα υφίστανται δόλια μετάλλαξη της έννοιάς τους για χάρη της κομματικής σκοπιμότητας και της πολιτικής υποκρισίας. Επειδή η λέξη «αλλαγή» υπέστη ανεπανόρθωτο πλήγμα από τον Ανδρέα Παπανδρέου ο οποίος την πήρε, ως πολιτικό όρο, μαζί του στον τάφο, ο Κώστας Καραμανλής κατέφυγε στη «μεταρρύθμιση».

Για να επανέρθουμε όμως, όταν οι δρόμοι, τα υπόγεια, οι λαϊκές αγορές, οι απούλητες σοδειές, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τα δικαστήρια, οι σκοτεινοί διάδρομοι των δημόσιων κτηρίων τον περικυκλώνουν, ο κ. Πρωθυπουργός κρύβεται πίσω από το μηνιαίο δελτίο της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας με το σελιδοδείκτη στα ποσοστά της ανεργίας. Όμως όσοι έχουν κρίση, λίγη γνώση και δεν είναι βολεμένοι θα συλλογιστούνε και τα εξής:

Το δείγμα και τα στοιχεία από τα οποία βγάζει τα εικονικά της συμπεράσματα η ΕΣΥΕ, υφίσταται διαρκώς ποιοτικές αλλοιώσεις. Πρώτη είναι η αύξηση του κομματιού των ξένων εργαζομένων στο σύνολο του εργατικού δυναμικού της χώρας. Εφ όσον το ποσοστό των μεταναστών που εργάζονται είναι πολύ υψηλότερο από αυτό των γηγενών (μόλις οι μισοί από τους ικανούς Έλληνες εκφράζουν θέληση για εργασία), με τη διαρκή αύξηση των μεταναστών και τη μείωση, μην ξεχνάτε, των γεννήσεων, μειώνεται αυτομάτως ο επίσημος βασικός δείκτης, ανεξάρτητα των «μεταρρυθμίσεων». Είναι βέβαια πασίγνωστες οι… ευκαιρίες απασχόλησης που προσφέρονται στους οικονομικούς πρόσφυγες που καταφθάνουν στη χώρα μας. Αυτή η αυτόματη σμίκρυνση, ελάχιστη πάντα, του επίσημου βασικού δείκτη της ανεργίας δεν γίνεται τελικά αισθητή από τον Έλληνα άνεργο που περιμένει χρόνια για να ξεφύγει από την καταδίκη της περιθωριοποίησης μέσω αξιοπρεπούς εργασίας με αξιοπρεπή αμοιβή. Τέτοιο σενάριο πρακτικά δεν υφίσταται παρά μόνο στα ψευτοσυνθήματα των δύο κομμάτων εξουσίας περί ίσων ευκαιριών και αξιοκρατίας.

Μια κακοήθης αλχημεία της «μεταρρύθμισης» είναι η μερική απασχόληση. Στην Ελλάδα της εικονικής πραγματικότητας και των λογής μάγων της επικοινωνίας, αυτό το «μερική» ωθεί μεν στην ευημερία τους αριθμούς και τους εργοδότες αλλά τους «απασχολήσιμους» τους οδηγεί σε αδιέξοδο, στη φάκα των απλήρωτων υπερωριών, της ελλιπούς ασφάλισης, των εργοδοτικών εκβιασμών και των τιποτένιων αμοιβών που σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα και μπροστά στα επιχειρηματικά ολιγοπωλειακά υπερκέρδη, καθιστούν τους «μερικώς» εν δυνάμει δουλοπάροικους των τραπεζοτοκογλύφων. Και όμως, για την πειθήνια ΕΣΥΕ της Νέας Διακυβέρνησης όλοι αυτοί οι νέο-δουλοπάροικοι μετρώνται ως υπέροχα εργαζόμενοι και πολλά υποσχόμενοι πολίτες.


Ένα άλλο σημαντικό ποιοτικό δεδομένο που δεν παρακολουθεί και δεν αποκαλύπτει ο επίσημος βασικός δείκτης της ανεργίας που ανεμίζει η κυβερνητική προπαγάνδα, είναι η μετακίνηση της εργασιακής διασποράς προς νεώτερες ηλικίες. Αυτό γίνεται επίπονα αντιληπτό καθημερινά από όλους τους ανέργους άνω των 35 ετών που αντιμετωπίζονται με σχεδόν πλήρη αδιαφορία από την αγορά εργασίας. Μετά δε τα 45 χρόνια ηλικίας ο αποκλεισμός είναι πρακτικά απόλυτος ενώ για τις γυναίκες το πρόβλημα είναι κατά πολύ οξύτερο.
Η δικαιολογημένη αντίληψη υπέρ της προτεραιότητας των νέων στην εργασία κατέληξε στην πράξη να λειτουργεί καταστροφικά έναντι των ωριμοτέρων ανέργων αλλά και εργαζομένων, καθώς οι μεγαλύτεροι απολύονται για να προσληφθούν οι νεώτεροι, με μειωμένες απαιτήσεις και δικαιώματα αλλά με αυξημένες υποχρεώσεις. Η απώλεια εργασίας των συζύγων με παιδιά και των μόνων γονέων, πέρα από τις κοινωνικό-οικονομικές συνέπειες και τις επακόλουθες ψυχικές που επιβάλει στους ενήλικες, επηρεάζει βαθύτατα και τα παιδιά τους. Για την παιδική και εφηβική ηλικία δεν είναι απλά η απώλεια του όποιου πρότερου επιπέδου ζωής αλλά η καταστροφή της αισιοδοξίας, της προσδοκίας ενός καλύτερου μέλλοντος, η απώλεια της πίστης στη δουλειά, στους νόμους, στους θεσμούς, στο νόημα της πολιτείας. Έτσι βιώνουν τα παιδιά των ανέργων τη σκληρή πραγματικότητα του «νέο-φιλελευθερισμού» και έτσι σπρώχνονται στην παραβατικότητα του δρόμου. Γιατί, αντίθετα, η παραβατικότητα των «ρετιρέ» ανταμείβεται με πλούτο, με εξουσία και… κύρος. Και ενώ τα κόμματα της εξουσίας επιβάλουν το φιλελευθερισμό στις μάζες, έχουν τα τελευταία χρόνια καταστήσει την οικογενειοκρατία στην πολιτική επίσημο σύστημα διακυβέρνησης. Το 1975 οι Έλληνες κατάργησαν τη μοναρχία αλλά τριάντα χρόνια αργότερα, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα έχουν ουσιαστικά καταφέρει να αλλοιώσουν το πολίτευμα εφ’ όσον τα στελέχη τους καταλαμβάνουν θέσεις στο κοινοβούλιο μέσω κληρονομικού δικαιώματος. Αλλά δεν περιορίζονται σε αυτό. Τα δημόσια αξιώματα διανέμονται κατά κανόνα μέσω σχέσεων αίματος, σπέρματος και χρήματος ενώ η διαπλοκή προικοδοτεί τους γόνους της εξουσίας και του κεφαλαίου με τα φιλέτα της αγοράς εργασίας. Το σύστημα είναι ουσιαστικά αδιαπέραστο εφ’ όσον ακόμα και όσοι κατ’ εξαίρεση εισέρχονται, αργά ή γρήγορα θα πουλήσουν την ψυχή τους. Επειδή μάλιστα ζούμε σε μια μικρή χώρα όπου δύσκολα κάτι μένει κρυφό, το πολιτικό θράσος εκδηλώνεται ανοιχτά και κυνικά και αποτελεί πλέον αποδεκτό, αν όχι θαυμαστό, τρόπο άσκησης των αξιωμάτων. Κάποτε οι πολιτικοί που πλούτιζαν εθεωρούντο αυτομάτως διεφθαρμένοι. Σήμερα όσοι βιώνουν την εξουσία χωρίς να πλουτίσουν εκλαμβάνονται περίπου ως αποτυχημένοι και αμφισβητείται η εξυπνάδα και η τόλμη τους. Η κατάχρηση της εξουσίας προκαλεί ανεργία και, ειδικότερα, η αυθαιρεσία εναντίον ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας και της οικονομίας, εναντίον ανθρώπων που στη μέση της ζωής τους περιθωριοποιούνται ως άχρηστοι γιατί έζησαν λίγο παραπάνω, είναι δείγμα των πραγματικών προθέσεων της εκάστοτε κυβέρνησης.

Η ανεργία στην Ελλάδα οφείλεται σε δύο παράγοντες που δεν έχουν σχέση με τις περιβόητες αντοχές της οικονομίας ούτε με την ακόμα πιο περιβόητη «ανταγωνιστικότητα».

Πρώτος παράγων, ιστορικός, διαχρονικός και πάντα επίκαιρος, είναι η πάγια άρνηση του συνόλου των πολιτικών διαχειριστών της χώρας να προσφέρουν στους Έλληνες ίσες ευκαιρίες ενώ τις διατυμπανίζουν διαρκώς, δόλια και υποκριτικά. Η αναξιοκρατία/ολιγαρχία προκαλεί ανεργία γιατί απαγορεύει τις θρυλικές «διαρθρωτικές αλλαγές» καθώς αυτές θα σήμαιναν την ανατροπή των πελατειακών σχέσεων που συγκρατούν το σαθρό οικοδόμημα της εξουσίας στην Ελλάδα.

Ο δεύτερος παράγοντας εκπορεύεται από τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης στροφής που πρώτη η Κυβέρνηση Σημίτη επέλεξε αλλά η Κυβέρνηση Καραμανλή βάλθηκε να επιβάλει στη χώρα, θεωρώντας τη «μονόδρομο» για την πρόοδο, για την πολυθρύλητη ανταγωνιστικότητα αλλά και για λόγους ανάγκης αφού οι φωστήρες του παρελθόντος βούτηξαν το κράτος στα χρέη. Η Κυβέρνηση Καραμανλή διέγραψε τον προσφιλή (επί Σημίτη) όρο «σύγκλιση» και στη θέση του ανέβασε την «ελαστικοποίηση» των εργασιακών κανόνων όταν:
- Οι αμοιβές και οι συντάξεις σε σχέση με το κόστος ζωής είναι εξαιρετικά χαμηλές.
- Η ανασφάλιστη εργασία σύνηθες φαινόμενο
- Η αισχροκέρδεια εκρηκτική
- Η ανεργία στο 10% και
- Το κράτος μπάχαλο.

Ο συνδυασμός αυτός δεν έχει καμία ελπίδα να δημιουργήσει ένα καλύτερο μέλλον για όλες τις Ελληνίδες και όλους τους Έλληνες, όπως αρέσκεται να λέει, με υποκριτική πολιτική ορθότητα, ο κ. Πρωθυπουργός. Ο συνδυασμός αυτός τεκμηριωμένα μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών και αυξάνει τον αριθμό των πολιτών που ισορροπούν στο όριο της φτώχειας ενώ όσοι βρίσκονται από κάτω είναι εν πολλοίς καταδικασμένοι. Σε τεχνολογικά και θεσμικά προηγμένες χώρες, με υψηλό επίπεδο παιδείας και πιο «ίσες» ευκαιρίες, ο νεοφιλελευθερισμός πράγματι δημιουργεί θέσεις εργασίας. Στην πλειοψηφία τους όμως αυτές αποδίδονται άριστα από τον όρο “McJobs” που εφηύρε ο Douglas Coupland στο γνωστό βιβλίο του με τίτλο Generation X. Δηλαδή δουλειές χαμηλόμισθες, άχαρες, ασταθείς, πρόσκαιρες, χωρίς προοπτική.
Στην Ελλάδα της αυθαιρεσίας, της αναξιοκρατίας και της ανευθυνότητας η νεοφιλελεύθερη οικονομία παράγει αφέντες και δούλους. Όταν προσλαμβάνει νέους εργαζόμενους το κάνει με όρους κι αμοιβές που τους εγκλωβίζουν στην ανασφάλεια, στην ήττα, στην απάθεια, στη φτώχεια. Μάλιστα, τόσο οι πρόσφατα μεταλλαγμένοι «Σοσιαλιστές» όσο βέβαια και οι «νεοφιλελεύθεροι», διαφημίζουν τέτοιες θέσεις εργασίας ως λύση έναντι της εγκληματικότητας. Κάτι δεν πάει καλά όμως γιατί η εγκληματικότητα αυξάνει και γοητεύει ολοένα νεώτερα άτομα. Γιατί; Μα είναι φυσικό όταν κάθε μέρα ο νέος βλέπει τα όνειρά του να απομακρύνονται και τους στόχους του να γίνονται ψευδαίσθηση ενώ οι «νονοί» συναγελάζονται με την εξουσία.

Η χωρίς όρια απληστία των Ελλήνων επιχειρηματιών και η ανυπαρξία συγκροτημένου κράτους έχουν ως αποτέλεσμα να πετιούνται στο δρόμο χιλιάδες οικογενειάρχες που λόγω «ελαστικοποίησης» κατατάσσονται ως «άκαμπτοι» και αντικαθίστανται αμέσως από οικονομικούς πρόσφυγες ή επιδοτούμενους νέους Έλληνες. Για κάθε έναν ή δύο νέους των εξακοσίων ευρώ στην καλύτερη περίπτωση, μια τετραμελής οικογένεια πετιέται στον Καιάδα. Όμως ο βασικός δείκτης της ανεργίας πέφτει κάποια χιλιοστά και αυτό αποτελεί λόγο για τη ΝΔ να πανηγυρίζει, όπως πανηγύριζε και το ΠΑΣΟΚ για τα δικά του ανάλογα κατορθώματα. Αποκαλύπτεται λοιπόν αμέσως η πρώτη απάτη της «μεταρρύθμισης» όταν κάνει λόγο για δήθεν μείωση του προβλήματος της ανεργίας με πρόσχημα αυθαίρετες ερμηνείες και υστερόβουλες επιλογές στατιστικών δεδομένων.

Οι πελαγωμένοι Έλληνες νεόπτωχοι και μη χειρότερα, αμόρφωτοι, αποβλακωμένοι από την τηλεόραση και χωρίς πειστική παρουσία ούτε συγκεκριμένες προτάσεις από μέρους της αντιπολίτευσης έναντι του Ντούτσε-Καραμανλή, θα τον ξαναψηφίσουν δαγκωτό.

Comments:
Με εντυπωσίασε το άρθρο σου. Σωστός χείμαρρος. Για να αλλάξει κάτι, πρέπει με τέτοια κείμενα και τέτοιες ιδέες, να ξυπνήσουμε όλους γύρω μας.
Δύσκολο, πολύ δύσκολο, γιατί αυτοί μόλις ξυπνήσουν ξαναγυρνάνε πλευρό ή κάνουν πως κοιμούνται, γιατί φοβούνται...
 
Post a Comment



<< Home

This page is powered by Blogger. Isn't yours?