Friday, June 30, 2006
Μιά Αθηναϊκή ιστορία
Γεννήθηκα το 1961 σε δημόσιο μαιευτήριο. Οι γονείς μου τότε νοίκιαζαν ένα σκοτεινό και υγρό δυαράκι στο δεύτερο όροφο εργατικής πολυκατοικίας στα Σίδερα Χαλανδρίου. Εκεί μείναμε μέχρι το Σεπτέμβριο του 1967.
Θυμάμαι πολλά από τότε. Θυμάμαι τον πατέρα μου να δέρνει συνέχεια τη μάνα μου. Δεν θυμάμαι φωνές. Έχω μια σκηνή, για παράδειγμα, που είναι όρθιοι στη μέση μιας πόρτας, τη χτυπάει με μια παντόφλα κι εγώ τους κοιτούσα ακριβώς από κάτω. Ο πατέρας μου πέθανε πριν από 16 χρόνια και όταν είπα στη μάνα μου για εκείνη τη σκηνή μου είπε ότι τότε πρέπει να ήμουν 2 χρονών. Θυμάμαι κι άλλες… Στο δυαράκι εκείνο ήρθε μια εποχή που ζούσαμε 5 άνθρωποι. Οι γονείς μου, η αδερφή του πατέρα μου που δούλευε μαζί του, ο μικρότερος αδερφός μου κι εγώ.
Από τη φτώχια και τα παρελκόμενά της η μάνα μας έκλαιγε συχνά. Εμείς, τα αδερφάκια, βήχαμε. Η υγρασία και το κρύο το χειμώνα μας προκαλούσαν αλλεπάλληλα κρυολογήματα. Το καλοκαίρι ιδρώναμε και μετά μας πάγωναν τα ρεύματα. Ο πατέρας μας, που πνιγόταν από τα έξοδα γιατί και το μαγαζί του με ενοίκιο το είχε, ξεσπούσε στη μάνα μας. Για όλα έφταιγε εκείνη. Δεν δικαιολογώ τον πατέρα μου, είχε πρόβλημα να συγκρατήσει τα νεύρα του αλλά είχε υποφέρει πολύ στη ζωή του. Ήτανε ΕΛΑΣίτης και οι παρακρατικοί σκότωσαν τον πατέρα του και φυλάκισαν τις αδερφές του. Ο ίδος βασανίστηκε μέχρι αναισθησίας πρώτα από τους Ιταλούς και μετά από τους Έλληνες... Μετά τον εμφύλιο κυνηγήθηκε και μόλις που γλύτωσε τη ζωή του. Είχε δουλέψει σα σκλάβος για ένα ξεροκόμματο και είχε επιβιώσει μέσα από απίστευτες στερήσεις. Η Ασφάλεια δεν τον άφηνε ήσυχο. Η μάνα μας ήταν ορφανό της κατοχής. Στα 10 της χρόνια, μικροσκοπική και αποστεωμένη, ήτανε «δουλικό» σε κάτι πλουσιόσπιτα της Νέας Σμύρνης για μια φέτα ψωμί με βούτυρο και ζάχαρη, μια φορά τη μέρα.
Στο Χαλάνδρι δίπλα μας νοίκιαζε μια γκαρσονιέρα ένας πιανίστας. Η μουσική του ήταν η μόνη όαση στη μιζέρια μας. Η μαμά μας ντρεπόταν γιατί ο άνθρωπος τα άκουγε όλα…
Θυμάμαι που πετούσα ό,τι έπιανα στα χέρια μου, από το μπαλκόνι κάτω στον ακάλυπτο. Είχαμε ένα βεραντάκι από το πίσω μέρος του κτιρίου. Η πολυκατοικία αυτή υπάρχει ακόμα, ανακαινισμένη και κατοικείται κανονικότατα.
Θυμάμαι το μικρό μας σκοτεινό κουζινάκι που ήταν γεμάτο κατσαρίδες. Μεγάλες μαύρες κατσαρίδες, εκατοντάδες από δαύτες, οι περισσότερες μαζεμένες κάτω και μέσα σ’ ένα χαρτόκουτο ΝΟΥΝΟΥ και μια φορά που τολμήσαμε να κουνήσουμε το χαρτόκουτο ξεχύθηκαν στο μωσαϊκό και τις χτυπούσαμε πανικόβλητοι, η μάνα μας κι εγώ, με μια σιδερόβεργα.
θυμάμαι που έκανα κακά μου σ’ ένα παλιό γιογιό και μετά φώναζα και μ’ άκουγε όλη η πολυκατοικία «μαμά, έκανα!» κι ερχόταν εκείνη και με σκούπιζε. Για κάποιο λόγο (που ούτε εκείνη μπορεί να θυμηθεί) με έδερνε πολύ. Είχαμε βέβαια και κάποια κωμικά σκηνικά με διάφορους γείτονες αλλά και περιπέτειες, όπως όταν κατέβηκε η συνομήλικη παιδική μου φίλη από τον πάνω όροφο φωνάζοντας κάτι για τη μαμά της. Τρέχει η δικιά μου και βγάζει τη μαμά της φίλης μου από την κουζίνα τους λιπόθυμη. Είχε ανοίξει το γκάζι για να αυτοκτονήσει. Υπήρχαν και χειρότερα δράματα από το δικό μας…
Τη μικρή αυτή τη θυμάμαι και θα τη θυμάμαι πάντα, πιο ψηλή από μένα, αδύνατη με άφρο μαλλιά, να τρέχει στην αυλή και να προσπαθώ να τη φτάσω. Σαράντα χρόνια έχω να τη δω αλλά τώρα ακούω τη ζεστή φωνή της στην ΕΤ1!
Με πήγανε νηπιαγωγείο στη Φιλοθέη. Εκεί μας πήγαινε η μάνα μας και σε μια πανέμορφη παιδική χαρά που κάποιος διάσημος Έλληνας σχεδίασε πριν μισό αιώνα στα πρότυπα των τότε υπερσύγχρονων πάρκων αναψυχής του εξωτερικού. Αυτή η «μπε χαά» είναι ακόμα εκεί, καταπράσινη και μοναδική μετά από τόσα χρόνια αλλά, όσο να ’ναι, άλλο πράγμα η Φιλοθέη του ’60.
Το δημόσιο νηπιαγωγείο στεγαζόταν στο στάδιο της Φιλοθέης. Σε μια φωτεινή αίθουσα κάτω από τις κερκίδες, αν δεν κάνω λάθος. Έχω φωτογραφίες από τους συμμαθητές μου, από τις γιορτές και τις παραστάσεις που κάναμε. Μου άρεσε ένα κοριτσάκι που της άρεσε ένα άλλο αγοράκι ενώ εγώ άρεσα σε μια άλλη μικρή που μου ήταν αδιάφορη. Κάποια πράγματα πάνε στραβά απ’ την αρχή!
Τα άλλα αγοράκια και κοριτσάκια, όπως κατάλαβα πολλά χρόνια μετά, ήταν πλουσιόπαιδα της Φιλοθέης. Θυμάμαι το σχολικό -για το οποίο οι δικοί μου πλήρωναν τότε το δυσβάσταχτο ποσό των 50 δραχμών το χρόνο- που έμπαινε στους ιδιωτικούς δρόμους κάποιων σπιτιών για να τα πάρει και για να τα φέρει. Οι καταπράσινοι κήποι- πραγματικά δάση κάποιοι απ’ αυτούς- και οι επαύλεις δεν μου έκαναν καμία εντύπωση. Γινόμασταν όλα τα παιδιά ένα κουβάρι. Μόνο που τώρα που το σκέφτομαι, ποτέ δεν έκανα παρέα μαζί τους έξω από το σχολείο. Ποτέ δεν πήγα σε κάποιο από κείνα τα σπίτια ούτε ήρθε κανένα παιδάκι στην πολυκατοικία μας.
Θα πω κι άλλα στη συνέχεια. Αυτολογοκρίνομαι λίγο γιατί η ιστορία είναι 100% πραγματική και δεν θέλω να πω λεπτομέρειες για άλλους ανθρώπους, ούτε ονόματα.
Θυμάμαι πολλά από τότε. Θυμάμαι τον πατέρα μου να δέρνει συνέχεια τη μάνα μου. Δεν θυμάμαι φωνές. Έχω μια σκηνή, για παράδειγμα, που είναι όρθιοι στη μέση μιας πόρτας, τη χτυπάει με μια παντόφλα κι εγώ τους κοιτούσα ακριβώς από κάτω. Ο πατέρας μου πέθανε πριν από 16 χρόνια και όταν είπα στη μάνα μου για εκείνη τη σκηνή μου είπε ότι τότε πρέπει να ήμουν 2 χρονών. Θυμάμαι κι άλλες… Στο δυαράκι εκείνο ήρθε μια εποχή που ζούσαμε 5 άνθρωποι. Οι γονείς μου, η αδερφή του πατέρα μου που δούλευε μαζί του, ο μικρότερος αδερφός μου κι εγώ.
Από τη φτώχια και τα παρελκόμενά της η μάνα μας έκλαιγε συχνά. Εμείς, τα αδερφάκια, βήχαμε. Η υγρασία και το κρύο το χειμώνα μας προκαλούσαν αλλεπάλληλα κρυολογήματα. Το καλοκαίρι ιδρώναμε και μετά μας πάγωναν τα ρεύματα. Ο πατέρας μας, που πνιγόταν από τα έξοδα γιατί και το μαγαζί του με ενοίκιο το είχε, ξεσπούσε στη μάνα μας. Για όλα έφταιγε εκείνη. Δεν δικαιολογώ τον πατέρα μου, είχε πρόβλημα να συγκρατήσει τα νεύρα του αλλά είχε υποφέρει πολύ στη ζωή του. Ήτανε ΕΛΑΣίτης και οι παρακρατικοί σκότωσαν τον πατέρα του και φυλάκισαν τις αδερφές του. Ο ίδος βασανίστηκε μέχρι αναισθησίας πρώτα από τους Ιταλούς και μετά από τους Έλληνες... Μετά τον εμφύλιο κυνηγήθηκε και μόλις που γλύτωσε τη ζωή του. Είχε δουλέψει σα σκλάβος για ένα ξεροκόμματο και είχε επιβιώσει μέσα από απίστευτες στερήσεις. Η Ασφάλεια δεν τον άφηνε ήσυχο. Η μάνα μας ήταν ορφανό της κατοχής. Στα 10 της χρόνια, μικροσκοπική και αποστεωμένη, ήτανε «δουλικό» σε κάτι πλουσιόσπιτα της Νέας Σμύρνης για μια φέτα ψωμί με βούτυρο και ζάχαρη, μια φορά τη μέρα.
Στο Χαλάνδρι δίπλα μας νοίκιαζε μια γκαρσονιέρα ένας πιανίστας. Η μουσική του ήταν η μόνη όαση στη μιζέρια μας. Η μαμά μας ντρεπόταν γιατί ο άνθρωπος τα άκουγε όλα…
Θυμάμαι που πετούσα ό,τι έπιανα στα χέρια μου, από το μπαλκόνι κάτω στον ακάλυπτο. Είχαμε ένα βεραντάκι από το πίσω μέρος του κτιρίου. Η πολυκατοικία αυτή υπάρχει ακόμα, ανακαινισμένη και κατοικείται κανονικότατα.
Θυμάμαι το μικρό μας σκοτεινό κουζινάκι που ήταν γεμάτο κατσαρίδες. Μεγάλες μαύρες κατσαρίδες, εκατοντάδες από δαύτες, οι περισσότερες μαζεμένες κάτω και μέσα σ’ ένα χαρτόκουτο ΝΟΥΝΟΥ και μια φορά που τολμήσαμε να κουνήσουμε το χαρτόκουτο ξεχύθηκαν στο μωσαϊκό και τις χτυπούσαμε πανικόβλητοι, η μάνα μας κι εγώ, με μια σιδερόβεργα.
θυμάμαι που έκανα κακά μου σ’ ένα παλιό γιογιό και μετά φώναζα και μ’ άκουγε όλη η πολυκατοικία «μαμά, έκανα!» κι ερχόταν εκείνη και με σκούπιζε. Για κάποιο λόγο (που ούτε εκείνη μπορεί να θυμηθεί) με έδερνε πολύ. Είχαμε βέβαια και κάποια κωμικά σκηνικά με διάφορους γείτονες αλλά και περιπέτειες, όπως όταν κατέβηκε η συνομήλικη παιδική μου φίλη από τον πάνω όροφο φωνάζοντας κάτι για τη μαμά της. Τρέχει η δικιά μου και βγάζει τη μαμά της φίλης μου από την κουζίνα τους λιπόθυμη. Είχε ανοίξει το γκάζι για να αυτοκτονήσει. Υπήρχαν και χειρότερα δράματα από το δικό μας…
Τη μικρή αυτή τη θυμάμαι και θα τη θυμάμαι πάντα, πιο ψηλή από μένα, αδύνατη με άφρο μαλλιά, να τρέχει στην αυλή και να προσπαθώ να τη φτάσω. Σαράντα χρόνια έχω να τη δω αλλά τώρα ακούω τη ζεστή φωνή της στην ΕΤ1!
Με πήγανε νηπιαγωγείο στη Φιλοθέη. Εκεί μας πήγαινε η μάνα μας και σε μια πανέμορφη παιδική χαρά που κάποιος διάσημος Έλληνας σχεδίασε πριν μισό αιώνα στα πρότυπα των τότε υπερσύγχρονων πάρκων αναψυχής του εξωτερικού. Αυτή η «μπε χαά» είναι ακόμα εκεί, καταπράσινη και μοναδική μετά από τόσα χρόνια αλλά, όσο να ’ναι, άλλο πράγμα η Φιλοθέη του ’60.
Το δημόσιο νηπιαγωγείο στεγαζόταν στο στάδιο της Φιλοθέης. Σε μια φωτεινή αίθουσα κάτω από τις κερκίδες, αν δεν κάνω λάθος. Έχω φωτογραφίες από τους συμμαθητές μου, από τις γιορτές και τις παραστάσεις που κάναμε. Μου άρεσε ένα κοριτσάκι που της άρεσε ένα άλλο αγοράκι ενώ εγώ άρεσα σε μια άλλη μικρή που μου ήταν αδιάφορη. Κάποια πράγματα πάνε στραβά απ’ την αρχή!
Τα άλλα αγοράκια και κοριτσάκια, όπως κατάλαβα πολλά χρόνια μετά, ήταν πλουσιόπαιδα της Φιλοθέης. Θυμάμαι το σχολικό -για το οποίο οι δικοί μου πλήρωναν τότε το δυσβάσταχτο ποσό των 50 δραχμών το χρόνο- που έμπαινε στους ιδιωτικούς δρόμους κάποιων σπιτιών για να τα πάρει και για να τα φέρει. Οι καταπράσινοι κήποι- πραγματικά δάση κάποιοι απ’ αυτούς- και οι επαύλεις δεν μου έκαναν καμία εντύπωση. Γινόμασταν όλα τα παιδιά ένα κουβάρι. Μόνο που τώρα που το σκέφτομαι, ποτέ δεν έκανα παρέα μαζί τους έξω από το σχολείο. Ποτέ δεν πήγα σε κάποιο από κείνα τα σπίτια ούτε ήρθε κανένα παιδάκι στην πολυκατοικία μας.
Θα πω κι άλλα στη συνέχεια. Αυτολογοκρίνομαι λίγο γιατί η ιστορία είναι 100% πραγματική και δεν θέλω να πω λεπτομέρειες για άλλους ανθρώπους, ούτε ονόματα.