Tuesday, May 30, 2006
Justice through superior firepower, ΙΙ
Κύπρος και Ελλάδα υποδέχτηκαν με δέος και απορία στην αρχή και με αγωνιώδη αισιοδοξία αμέσως μετά, την ιδέα του αείμνηστου Γιάννου Κρανιδιώτη να ενταχθεί η μεγαλόνησος στην ΕΕ. Σε διεθνές επίπεδο, καθαρά πολιτικοί λόγοι προέκριναν την είσοδο της Κύπρου στην Ενωμένη Ευρώπη, σε αντίθεση με τις άλλες 9 χώρες που συν-εντάχθηκαν για να μη χάσουν το τρένο της προόδου. Η Κυπριακή Δημοκρατία άκμαζε σταθερά και μετά την εισβολή πέτυχε θαυμαστή ανάπτυξη που θα συνεχιζόταν ανεξάρτητα από την είσοδό της ή όχι στην Ένωση. Η αποδοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας από τους 15 ήταν πραγματικός πολιτικός θρίαμβος για όλους τους Έλληνες και ταυτόχρονη ήτα της Τουρκίας αλλά και της σκοτεινής Βρετανικής πολιτικής έναντι του Ελληνισμού. Αν σκεφτεί κανείς τους φόβους των Τούρκων και των ισχυρών συνεταίρων τους από την εκτόξευση της Κύπρου στη διεθνή πολιτική αρένα μέσω της ιδιότητάς της ως πλήρους και ισότιμου μέλους της ΕΕ, τότε δεν απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί θαύμα η ένταξή της. Ο λυσσώδης πόλεμος των Βρετανών, που φρίττουν στην ιδέα της περεταίρω αποδέσμευσης του νησιού από τα στενά στρατηγικά τους συμφέροντα (π.χ. με την επιστροφή των εδαφών που κατέχουν ως βάσεις) φάνηκε ξεκάθαρα σχεδόν αμέσως μετά την ένταξη, όταν άρχισαν οι ζυμώσεις για το Σχέδιο Ανάν και ακολούθως στις συζητήσεις για την έναρξη των Τουρκικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Στην Ελλάδα, μετά τον σκληρό αγώνα για την ένταξη, οι ηγεσίες των δύο μοναδικών κομμάτων εξουσίας στάθηκαν ανάξιες ακόμα και της δικής τους καίριας συνεισφοράς στην ένταξη της Κύπρου, σπονσοράροντας το Σχέδιο Ανάν. Μάλιστα το ΠΑΣΟΚ, στην αντιπολίτευση πλέον αλλά η κυβέρνηση του οποίου σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος της προσπάθειας για την ένταξη, σε ένα πρωτοφανές όσο και ακατανόητο φλερτ με τον κίνδυνο να διαπράξει εθνική μειοδοσία, έσπευσε με προσωπική πρωτοβουλία του νέου αρχηγού του Γ. Παπανδρέου αλλά με τη στήριξη του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, να διακηρύξει την αποδοχή από μέρους του του Σχεδίου και ουσιαστικά να προβεί σε αυθαίρετες συστάσεις προς τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Λίγες μέρες αργότερα, στις 24 Απριλίου 2004, οι Κύπριοι με συμμετοχή και ποσοστό που δεν επιδέχεται την παραμικρή αμφισβήτηση, απάντησαν τόσο στους Τούρκους και τους συνεταίρους τους όσο και στους λίγους Ελλαδίτες που δεν είχαν το σθένος να συνεχίσουν τον αγώνα και θα προτιμούσαν να αποτινάξουν το βάρος της Κύπρου από πάνω τους, ενδεχομένως θυσιάζοντας τους Ελληνοκυπρίους αντί παραχωρήσεων από τους Τούρκους στο Αιγαίο.
Η αυτόνομη, δυναμική Κυπριακή πολιτική εντός και εκτός της ΕΕ, η σθεναρή άμυνα έναντι εχθρικών συμφερόντων αλλά και η δυσμενής θέση της Τουρκίας λόγω μιας συνέργιας παραγόντων (Ιράκ, εσωτερική πολιτική αστάθεια, θεσμική ανεπάρκεια έναντι των Ευρωπαϊκών κριτηρίων κλπ) βοήθησαν την Κυπριακή κυβέρνηση να ξεπεράσει αλώβητη τον καταιγισμό των αρνητικών σχολίων και των προκαταλήψεων απ’ όλους όσοι ήταν είτε κουρασμένοι από την πολυετή διάρκεια του προβλήματος, είτε απλά εχθροί των Ελληνοκυπρίων. Η μεγαλύτερη επιτυχία όμως της Κύπρου είναι ότι πλέον η Τουρκική κατοχή δεν είναι ούτε διμερές ζήτημα, ούτε τοπικό πρόβλημα, ούτε περιορίζεται μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων (ξέφυγε δηλαδή από τον πνιγμό των Βρετανών). Το Κυπριακό είναι πρόβλημα της Ευρωπαϊκής οικογένειας συνολικά. Είναι πρόκληση προς τους θεμελιώδεις Ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ο άνισος πόλεμος της Κύπρου με την Τουρκία απέχει πολύ από το τέλος του, αν τελειώσει ποτέ, αλλά παρά τη συντριπτική διαφορά ισχύος υπέρ της Τουρκίας, η Κύπρος αμύνεται και το δίκαιο του ισχυρότερου δεν εφαρμόζεται, σ’ αυτό το στάδιο τουλάχιστον. Είναι μια μεγάλη πολιτική αλλά και ηθική νίκη. Τη νίκη αυτή εκμεταλλεύονται τώρα και οι Ελλαδίτες πολιτικοί με τρόπο που θα αναφέρουμε παρακάτω.
Πίσω στην Ελλάδα, μετά το Κυπριακό ράπισμα του «ΟΧΙ» το πολιτικό μπουλούκι ανασυντάχτηκε και επέστρεψε στον προσφιλή του ανένδοτο, 99% από τα τηλεπαράθυρα.
Σήμερα, δύο χρόνια μετά, το Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά απέχουν μεταξύ τους όσο ποτέ στο παρελθόν.
(συνεχίζεται)
Στην Ελλάδα, μετά τον σκληρό αγώνα για την ένταξη, οι ηγεσίες των δύο μοναδικών κομμάτων εξουσίας στάθηκαν ανάξιες ακόμα και της δικής τους καίριας συνεισφοράς στην ένταξη της Κύπρου, σπονσοράροντας το Σχέδιο Ανάν. Μάλιστα το ΠΑΣΟΚ, στην αντιπολίτευση πλέον αλλά η κυβέρνηση του οποίου σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος της προσπάθειας για την ένταξη, σε ένα πρωτοφανές όσο και ακατανόητο φλερτ με τον κίνδυνο να διαπράξει εθνική μειοδοσία, έσπευσε με προσωπική πρωτοβουλία του νέου αρχηγού του Γ. Παπανδρέου αλλά με τη στήριξη του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, να διακηρύξει την αποδοχή από μέρους του του Σχεδίου και ουσιαστικά να προβεί σε αυθαίρετες συστάσεις προς τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Λίγες μέρες αργότερα, στις 24 Απριλίου 2004, οι Κύπριοι με συμμετοχή και ποσοστό που δεν επιδέχεται την παραμικρή αμφισβήτηση, απάντησαν τόσο στους Τούρκους και τους συνεταίρους τους όσο και στους λίγους Ελλαδίτες που δεν είχαν το σθένος να συνεχίσουν τον αγώνα και θα προτιμούσαν να αποτινάξουν το βάρος της Κύπρου από πάνω τους, ενδεχομένως θυσιάζοντας τους Ελληνοκυπρίους αντί παραχωρήσεων από τους Τούρκους στο Αιγαίο.
Η αυτόνομη, δυναμική Κυπριακή πολιτική εντός και εκτός της ΕΕ, η σθεναρή άμυνα έναντι εχθρικών συμφερόντων αλλά και η δυσμενής θέση της Τουρκίας λόγω μιας συνέργιας παραγόντων (Ιράκ, εσωτερική πολιτική αστάθεια, θεσμική ανεπάρκεια έναντι των Ευρωπαϊκών κριτηρίων κλπ) βοήθησαν την Κυπριακή κυβέρνηση να ξεπεράσει αλώβητη τον καταιγισμό των αρνητικών σχολίων και των προκαταλήψεων απ’ όλους όσοι ήταν είτε κουρασμένοι από την πολυετή διάρκεια του προβλήματος, είτε απλά εχθροί των Ελληνοκυπρίων. Η μεγαλύτερη επιτυχία όμως της Κύπρου είναι ότι πλέον η Τουρκική κατοχή δεν είναι ούτε διμερές ζήτημα, ούτε τοπικό πρόβλημα, ούτε περιορίζεται μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων (ξέφυγε δηλαδή από τον πνιγμό των Βρετανών). Το Κυπριακό είναι πρόβλημα της Ευρωπαϊκής οικογένειας συνολικά. Είναι πρόκληση προς τους θεμελιώδεις Ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ο άνισος πόλεμος της Κύπρου με την Τουρκία απέχει πολύ από το τέλος του, αν τελειώσει ποτέ, αλλά παρά τη συντριπτική διαφορά ισχύος υπέρ της Τουρκίας, η Κύπρος αμύνεται και το δίκαιο του ισχυρότερου δεν εφαρμόζεται, σ’ αυτό το στάδιο τουλάχιστον. Είναι μια μεγάλη πολιτική αλλά και ηθική νίκη. Τη νίκη αυτή εκμεταλλεύονται τώρα και οι Ελλαδίτες πολιτικοί με τρόπο που θα αναφέρουμε παρακάτω.
Πίσω στην Ελλάδα, μετά το Κυπριακό ράπισμα του «ΟΧΙ» το πολιτικό μπουλούκι ανασυντάχτηκε και επέστρεψε στον προσφιλή του ανένδοτο, 99% από τα τηλεπαράθυρα.
Σήμερα, δύο χρόνια μετά, το Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά απέχουν μεταξύ τους όσο ποτέ στο παρελθόν.
(συνεχίζεται)